MIA > ελληνικό τμήμα > έργα της Κλάρα Τσέτκιν
Δημοσιεύθηκε: 1919, ως Εισαγωγή στη Β΄ γερμανική έκδοση της «Μπροσούρας του Γιούνιους»
Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 1, σελ. 361-370.
Μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής και Ανδρέας Κλόκε
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και τη Μαρξιστική Σκέψη.

Η Μπροσούρα του Γιούνιους της Ρόζα Λούξεμπουργκ έχει την ιστορία της και είναι η ίδια ένα κομμάτι ιστορίας – χάρη στις περιστάσεις από τις οποίες προήλθε όσο και στη ζωή που πηγάζει από αυτή σαν ένα αστραποβόλο, λαμπερό ρεύμα.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε την μπροσούρα τον Απρίλη του 1915. Μερικές εβδομάδες πριν είχε εξαναγκαστεί να κλειστεί στην “Αυτοκρατορική Πρωσική Φυλακή Γυναικών”, όπου επρόκειτο να εκτίσει ένα χρόνο φυλάκισης, στην οποία είχε καταδικαστεί από το Ποινικό Δικαστήριο στη Φρανκφούρτη του Μάιν, για τη θαρραλέα πάλη της ενάντια στο μιλιταρισμό. Στη σύγκρουση, την καταδίκη και όσα ακολούθησαν μαζεύτηκε σε ένα κέλυφος εκείνο που σύντομα εμφανίστηκε σε πλήρη ανάπτυξη, ρωμαλέο και ασυγκάλυπτο – η ξεκάθαρη αναγνώριση από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ της επικείμενης ιμπεριαλιστικής θύελλας και της επείγουσας ανάγκης να εξορμήσει το προλεταριάτο ενάντια στο μακελειό με όλη την απελπισμένη ενέργεια της διαμαρτυρίας του· το κουράγιο και το πνεύμα της αυτοθυσίας με το οποίο οδήγησε τον αγώνα ενάντια στον επικίνδυνο εχθρό στο όνομα του Διεθνούς Σοσιαλισμού· το οξύ καπιταλιστικό ταξικό ένστικτο, για να μην πούμε η άγρυπνη καπιταλιστική ταξική συνείδηση με την οποία ο αστικός κόσμος τόσο αδυσώπητα εφάρμοσε τα εργαλεία της εξουσίας του για να προστατεύσει τον ιμπεριαλισμό, και στα οποία η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας, με την άνοδο του ιμπεριαλισμού, είχε αναθέσει νέα καθήκοντα και μια μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την ύπαρξη του καπιταλισμού· η επονείδιστη συνθηκολόγηση της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, ή πιο σωστά της ηγεσίας της, στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Στην πραγματικότητα, μεγάλες μάζες προλεταρίων φλέγονταν την ίδια ώρα από προθυμία να μπουν στον αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό. Αν η ταξική τους συνείδηση δεν αναγνώριζε ακόμη καθαρά το θανάσιμο εχθρό, το υγιές ταξικό τους αίσθημα διαισθανόταν, πρόβλεπε τον εχθρό. Σαν να είχε φωτιστεί από ένα ερευνητικό προβολέα, ο μιλιταρισμός στην ιστορική του μορφή είχε γίνει ορατός στον ορίζοντά τους, εκτεθειμένος κραυγαλέα από την καταδίκη της Ρόζα Λούξεμπουργκ και την αιτία της – την πεποίθηση που εξέφρασε η θαρραλέα ηγέτης, ότι οι προλετάριοι δεν θα υπάκουαν τη διαταγή να υψώσουν τα όπλα ενάντια στους αδελφούς τους των άλλων εθνών. Το εγερτήριο, φλογερό αποτέλεσμα των καταδικασμένων λόγων ενδυναμώθηκε από την ομιλία της μπροστά στο Δικαστήριο της Φρανκφούρτης, ένα κλασικό ντοκουμέντο πολιτικής υπεράσπισης το οποίο στη θέση της νομικής φιλονικίας για την «ενοχή», την ποινή και το βαθμό τιμωρίας, έβαλε τη μάχη για το επιστημονικά σταθερά θεμελιωμένο ιδανικό του Διεθνούς Σοσιαλισμού. Ένα κύμα έξοχου, αποφασισμένου μαχητικού πνεύματος ξεσηκώθηκε στις προλεταριακές μάζες. Θα έπρεπε να είναι ένα προφανές καθήκον για τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, αν είχαν την ελάχιστη πολιτική διαίσθηση, να επωφεληθούν από το μαχητικό αυτό πνεύμα, να το δυναμώσουν, ώστε να διεξάγουν έναν αγώνα μεγάλης κλίμακας με το μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό, να τους καταφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα. Η Διοίκηση της Σοσιαλδημοκρατίας έδειξε για άλλη μια φορά ξεκάθαρα ότι δεν ήταν πεπεισμένη για την αλήθεια και την αξία του προπύργιου εκείνης της συνεπούς μαρξιστικής άποψης που παρέχει μια ελεύθερη θεώρηση των καταστάσεων και έτσι καθορίζει τη σωστή βάση της εκτίμησης, της θέλησης και της δράσης.

Στην παρούσα κατάσταση, έδωσε στον εαυτό της το πιστοποιητικό της αδυναμίας ότι απέτυχε σε όλα όσα συνεισφέρουν στην πολιτική ηγεσία. Απέφυγε το προφανές, το φυσικό, το αναγκαίο πράγμα – να συγκεντρώσει τη διαμαρτυρία που υψωνόταν παντού με στοιχειακή δύναμη ενάντια στην απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της Φρανκφούρτης, σε μια τεράστια μαζική δράση ενάντια στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η διοίκηση του κόμματος πήγε ακόμη πιο μακριά με την κραυγή της “Πίσω, πίσω, δον Ροντρίγκο”, απέναντι στον περήφανο όρκο της Σοσιαλδημοκρατίας. Προσπάθησε να φράξει το ρεύμα που είχε ξεκινήσει χωρίς την προσπάθειά της. Και όλα αυτό μέσα στην ατμόσφαιρα της φλογερής αγανάκτησης όχι μόνο για την περίπτωση της Λούξεμπουργκ, αλλά επίσης για το θρίαμβο του σπαθιού στη σκανδαλώδη δίκη ενάντια στο μικρό λοχαγό, τον Φόστνερ-Τζάμπερν· για την αιμοδιψή κρίση του στρατοδικείου της Ερφούρτης, το οποίο, ποδοπατώντας κάθε τι ανθρώπινο, εκτόπισε τους προλετάριους για χρόνια στις φυλακές για ψύλλου πήδημα· για τις αναρίθμητες περιπτώσεις τρομερής κατάχρησης των στρατιωτών που έρχονταν στο φως από το σκοτάδι των στρατιωτικών εκπαιδευτηρίων και των στρατώνων μέσω μιας επερχόμενης δεύτερης δίκης της Ρόζα Λούξεμπουργκ – όπου, αν η μνήμη δεν απατά, πάνω από 30.000 κακομεταχειρισμένοι εθελοντές προσφέρθηκαν οικειοθελώς να προσέλθουν σαν μάρτυρες.

Αλλά ασφαλώς, ως τότε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε ήδη στρέψει τα πλανημένα του βήματα προς τον κοινοβουλευτισμό, γινόταν γρήγορα ένα αστικό κόμμα, και ο φόβος του της μαζικής δράσης το οδηγούσε ήδη στην παράδοσή του στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ήταν η ενεργητική και παθητική σύμπραξη της σοσιαλδημοκρατικής ομάδας του Ράιχσταγκ, και μέσω αυτών η σύμπραξη της Σοσιαλδημοκρατίας ως όλο, που έκανε δυνατό η τεράστια μπλόφα του “Δώρου του Ιωβηλαίου για τον Αυτοκράτορα της Ειρήνης Γουλιέλμο τον Β΄” να διασχίσει την πολιτική σκηνή με επιτυχία, που κατέστησε ικανή την κυβέρνηση να προετοιμάσει ανεμπόδιστα το ιμπεριαλιστικό πολεμικό χτύπημα του 1914, με το στρατιωτικό προϋπολογισμό –την πιο γιγάντια αύξηση του στρατού η οποία είχε ζητηθεί και παραχωρηθεί ως τότε– και τη συνεισφορά δισεκατομμυρίων για την άμυνα – την πρώτη πολεμική πίστωση για τη σχεδιασμένη σταυροφορία δια μέσου των Βαλκανίων προς τη Βαγδάτη και άλλα “μέρη στον ήλιο”. Η κομματική ομάδα στο Ράιχσταγκ είχε διευκολύνει τα αστικά κόμματα της “αντιπολίτευσης” να συγκατανεύσουν στο στρατιωτικό προϋπολογισμό, έχοντας η ίδια συμφωνήσει στο χωρισμό αυτού του προϋπολογισμού από το γενικό προϋπολογισμό. Είχε δώσει την ευλογία της στη συνεισφορά για την άμυνα και το φόρο εισοδήματος ως υποθετικά φορτία πάνω στις κατέχουσες τάξεις. Είχε τρέξει πίσω από το απατηλό φάντασμα των “μεταρρυθμισμένων χρηματιστικών πολιτικών” και είχε προσπεράσει την πάλη ενάντια στο φίλο με τη γερή πανοπλία που αποκαλείται ιμπεριαλισμός.

Αλλά τα αμαρτήματα δέσμευσης και παράλειψης της κομματικής ομάδας στο Ράιχσταγκ είχαν αρχίσει να καθορίζουν τη στάση όλου του κόμματος, εκτός από λίγες μικρές κριτικές και διαπραγματευόμενες ομάδες. Η Σοσιαλδημοκρατία δεν είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για μια αντίσταση στην αυθάδη επέλαση του ιμπεριαλισμού, λαίμαργου για ισχύ. Έτσι δημιούργησε από τη μια τη στέρεα πεποίθηση του ιμπεριαλισμού και του μιλιταρισμού ότι δεν υπήρχε φόβος αντιπαράθεσης στα σχέδιά τους από τη μεριά των προλεταριακών μαζών, και από την άλλη μια παραλυτική νωθρότητα στις ίδιες τις μάζες, ακόμη και μια χαλάρωση ενόψει του κινδύνου. Κοντολογίς, η Σοσιαλδημοκρατία επέτρεψε να δημιουργηθεί εκείνη η ατμόσφαιρα της πολεμικής αυταπάτης που το καλοκαίρι του 1914 κατέβαλε όλη την πολιτική και ηθική αντίθεση των εργαζόμενων τάξεων ενάντια στο έγκλημα του πολέμου. Ας μην ξεχνάμε ότι στη στάση τότε της Σοσιαλδημοκρατίας, κυριαρχούσε η πολιτική του “Μαρξιστικού κέντρου”, η πολιτική την οποία εγκωμιάζει ζωηρά στις μέρες μας ο Καρλ Κάουτσκι στο προλεταριάτο ως την προϋπόθεση της νίκης του. Ας μην ξεχνάμε, επιπρόσθετα, ότι ήταν αυτός ο αρχιερέας του “καθαρού μαρξισμού” που με την ακραία αντιμαρξιστική θεωρία του της φορολογίας, έχτισε τη γέφυρα πάνω από την οποία είχε προχωρήσει η ομάδα του Ράιχσταγκ για να αποδεχτεί τη συνεισφορά για την άμυνα και τα μέτρα της φορολογίας εισοδήματος. Κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, η Διοίκηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος θα έπρεπε να πηδήξει πάνω από τη σκιά της, αν επιθυμούσε να υποστηρίξει και να χρησιμοποιήσει το μαζικό αίσθημα που είχε δημιουργήσει η απόφαση της Φρανκφούρτης για ένα σοβαρό αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό. Στα γεγονότα που εξανάγκασαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ στη φυλάκιση στο δεύτερο μισό του Φεβρουαρίου 1914, η ατιμωτική χρεοκοπία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας στις 4 Αυγούστου, 1914, είχε ρίξει τη σκιά της από πριν, αλλά σε αυτά επίσης προδιαγράφηκε η πιστή, γεμάτη αυτοθυσία πάλη αυτής της εμπνευσμένης πρωτοπόρου του σοσιαλισμού ενάντια στην εσωτερική του αποσύνθεση.

Δεν είχε καλά-καλά γνωστοποιηθεί η αποδοχή των πιστώσεων από τη σοσιαλδημοκρατική αντιπροσωπεία στο Ράιχσταγκ, όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ μαζί με λίγους φίλους ύψωσε τη σημαία της ανταρσίας ενάντια σε αυτή την προδοσία προς τη Διεθνή, προς το Σοσιαλισμό. Δυο περιστάσεις απέτρεψαν να γίνει αυτή η ανταρσία πλατιά γνωστή εξαρχής. Η πάλη επρόκειτο να αρχίσει με μια διαμαρτυρία ενάντια στην ψήφο των σοσιαλδημοκρατών αντιπροσώπων υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, που θα τη χειριζόταν, ωστόσο, έτσι ώστε να μην τη συνθλίψουν τα κόλπα και οι πανουργίες της κατάστασης πολιορκίας και λογοκρισίας. Επιπλέον, και πάνω απ’ όλα, θα ήταν ασφαλώς σημαντικό αν η διαμαρτυρία εκδιδόταν εξαρχής στο όνομα ενός επαρκούς αριθμού από γνωστούς σοσιαλδημοκράτες μαχητές. Προσπαθήσαμε λοιπόν να της δώσουμε μια τέτοια μορφή που όσο το δυνατό περισσότεροι από τους ηγετικούς συντρόφους θα διακήρυσσαν την αλληλεγγύη τους με τις ιδέες της, από όσους είχαν εκφράσει οξεία, ακόμη και εντελώς συντριπτική κριτική στην πολιτική της 4ης Αυγούστου, στην ομάδα του Ράιχσταγκ ή μέσα σε μικρές ομάδες. Μια μέριμνα που κόστισε πολλή σκληρή σκέψη, χαρτί, γράμματα, τηλεγραφήματα και πολύτιμο χρόνο – και το αποτέλεσμα της οποίας ήταν, παρ’ όλα αυτά, μηδέν. Από όλους τους κριτικούς της σοσιαλδημοκρατικής πλειοψηφίας που είχαν εκφραστεί ζωηρά στα λόγια, μόνο ο Καρλ Λίμπκνεχτ τόλμησε, μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φραντς Μέρινγκ κι εμένα να αψηφήσει το είδωλο της κομματικής πειθαρχίας στους βωμούς του οποίου θυσιάστηκαν ο χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε σχεδόν ολοκληρώσει το πρώτο τεύχος του περιοδικού “Διεθνής”, όταν αναγκάστηκε να αρχίσει να εκτίει την καταδίκη της σε φυλάκιση στις παραμονές ενός ταξιδιού στην Ολλανδία, το οποίο σκοπεύαμε να κάνουμε μαζί για να προετοιμάσουμε τη σχεδιαζόμενη Διεθνή Συνδιάσκεψη Σοσιαλιστριών Γυναικών και γενικά να συσφίξουμε περισσότερο τους δεσμούς των διεθνών σχέσεων και να ενθαρρύνουμε τις προσπάθειες να συνδυαστούν διεθνώς οι άνδρες και γυναίκες σύντροφοι που είναι ακόμη πιστοί στις αρχές τους. Τώρα, αντί να σπεύσουμε μαζί της στα ολλανδικά σύνορα, έπρεπε να επισκεφτώ τη Ρόζα στη φυλακή της Μπάρνιμ Στράσε. Η απροσδόκητα ξαφνική εκτέλεση της καταδίκης είχε συντρίψει σαν κεραυνός τα άμεσα μαχητικά πλάνα μας. Παρ’ όλα αυτά, μόλις δυο μήνες μετά η Μπροσούρα του Γιούνιους είχε ολοκληρωθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν επέτρεψε να γίνει η φυλάκισή της μια “ανάσα” για τον εχθρό. Δεν θα της επέτρεπαν να πολεμήσει; Με επίμονο θάρρος απάντησε στη δύναμη που της επιτέθηκε, “Πολύ καλά, θα πολεμήσω περισσότερο!” Η ακατάβλητη θέλησή της μετέτρεψε το μέρος της πιο απόλυτης απομόνωσης σε έναν τόπο πνευματικής ελευθερίας. Η συγγραφή πολιτικής φύσης τής ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Μυστικά, κάτω από τις μέγιστες δυσκολίες, παρακολουθούμενη στενά από μάτια κατασκόπων, έξω από την επιτρεπόμενη απασχόληση με φιλολογικό και επιστημονικό έργο, έγραψε το μεγάλο, διεισδυτικό ξεκαθάρισμά της με τη Σοσιαλδημοκρατία, χρησιμοποιώντας κάθε λεπτό, κάθε αχτίδα φωτός γι’ αυτό το σκοπό. Η κόπωση, η αρρώστια εξαφανίστηκαν μπροστά στη δύναμη της εσωτερικής της φωνής. Εκείνη η φωνή τη βοήθησε να υπομείνει το πιο ανυπόφορο, το πιο βασανιστικό μέρος απ’ όλα – τις αναρίθμητες φορές που την αποσπούσαν από την τροχιά της σκέψης της, το ότι δεν ήταν ποτέ σίγουρη πως δεν θα την έπιαναν πάνω στο καθήκον και θα εμπόδιζαν την ολοκλήρωσή του. Ήταν μια ανακούφιση από την πιο τυραννική πίεση όταν μπόρεσε να βάλει την τελευταία λέξη στο χειρόγραφο, και πολυμήχανη όπως ο Οδυσσέας, να στείλει τις τελευταίες σελίδες έξω από τους τοίχους της φυλακής με το χέρι πιστών φίλων.

Έξω από τις πόρτες της γυναικείας φυλακής απλωνόταν η βαριά ατμόσφαιρα του Παγκοσμίου Πολέμου, αποπνέοντας καταστροφή, ανακατεμένη με τις διεφθαρμένες μυρωδιές του αχαλίνωτου πάθους για κέρδος και λεία των αξιότιμων παρασίτων και υπερασπιστών της αστικής τάξης πραγμάτων, μαινόταν η “θέληση για νίκη”. Υποδαυλισμένη και θεριεμένη τεχνητά σε τίμια έξαψη με όλα τα μέσα της μοχθηρίας, βίας, σιχασιάς, έριξε τη Σοσιαλδημοκρατία με τα μούτρα μήνα το μήνα μέσα στην αδελφοκτόνα θάλασσα του αίματος, να επαναλαμβάνει ευσεβώς, σαν υπάκουος μαθητής, τα λεγόμενα της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και της κυβέρνησής της, με απλά μερικές αδέξιες παραλλαγές, παραβιάζοντας κάθε ιερό όρκο διεθνούς αλληλεγγύης, ποδοπατώντας τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Έξω από εκείνους του τοίχους της φυλακής, στεκόταν σαν μια γκρίζα, καταθλιπτική μάζα, η νωθρότητα και αποβλάκωση των εργατών που άφηναν να παρασύρονται από τον ιμπεριαλισμό στο θάνατο και την καταστροφή, αντί να του αντισταθούν με δύναμη και συνείδηση σκοπού. Στην φορτωμένη ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών, η Μπροσούρα του Γιούνιους ήρθε όπως ο φρέσκος, δυνατός άνεμος που προηγείται της καθαρτήριας καταιγίδας.

Και η σημασία της ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτό. Ήταν ακόμη ένα μέρος της ίδιας της καθαρτήριας θύελλας ανάκτησης της συνείδησης στην οποία οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και οι Γερμανοί εργάτες άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο πίσω στο ιστορικό καθήκον του προλεταριάτου – να υπερνικήσει τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό μέσω του διεθνούς ταξικού αγώνα και να εκπληρώσει το σοσιαλισμό. Έδωσε μια πανίσχυρη ώθηση στην αφύπνιση των προλεταρίων από τη σοσιαλπατριωτική πολεμική ψευδαίσθηση και την ψευδαίσθηση αρμονίας της πολιτικής ειρήνης, στη διαδικασία της συγκέντρωσής τους στην ταξική πάλη και τη σημαία του Διεθνούς Σοσιαλισμού. Ξεκάθαρα, σταθερά, επιστημονικά, και διεισδυτικά έδωσε έκφραση και κατεύθυνση σε μια συγκίνηση, μια σκέψη και μια θέληση που αναδευόταν μέσα στις προλεταριακές μάζες, αρχικά φοβισμένα και σκόρπια, μετά πιο μεγαλόφωνα, πιο επιτακτικά, ενώνοντας όλο και μεγαλύτερες ομάδες.

Ο Καρλ Κάουτσκι, ο επίσημος θεωρητικός της Σοσιαλδημοκρατίας, είχε μετατραπεί από ηγέτης σε ποδηγέτης. Στο καλάθι του από “μαρξιστικές” φόρμουλες, δεν μπόρεσε να βρει ούτε μια που θα δικαιολογούσε την αχρεία προδοσία της κομματικής πλειοψηφίας. Για χρήση του Δελφίνου, επινόησε την περίφημη θεωρία των δυο ψυχών για τη Σοσιαλιστική Διεθνή, η οποία ήταν “ένα εργαλείο ειρήνης και όχι πολέμου”, και οι αρχές της οποίας ήταν συνεπώς, όλες σύμφωνα με τη δοσμένη κατάσταση, “Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε”, ή από την άλλη, “Προλετάριοι όλων των χωρών, δολοφονηθείτε μεταξύ σας!”

“Σαν ένα κτήνος των βαλτότοπων” περιπλανήθηκε αόριστα πέρα-δώθε ανάμεσα σε χαριτωμένα λογικά χαρτόσπιτα και αντιρρήσεις γυμνασιάρχη, για να βάλει τον εαυτό του με την αυθεντία του, προστάτη της πολιτικής της 4ης Αυγούστου. Η μετέπειτα αντιπολίτευσή του ήταν αντιφατική, αβέβαιη ως προς τις αρχές, αδύναμη. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, από την άλλη μεριά, στην Μπροσούρα του Γιούνιους έθεσε αυτή την πολιτική υπό κατηγορία – με συνέπεια, ανελέητα, εκμηδενίζοντάς την. Απέδειξε τη χρεοκοπία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, και οι αποδείξεις της δεν ήταν φόρμουλες, αλλά σκληρά, πεισματάρικα γεγονότα. Αφαίρεσε τη βάση από όλες τις ταμπέλες και τα συνθήματα για τη δικαιολόγηση του σοσιαλπατριωτισμού αποκαλύπτοντας τους λόγους και τις κινητήριες δυνάμεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που κλείδωναν το χαρακτήρα και τους σκοπούς του.

Το βασικό θέμα της Μπροσούρας του Γιούνιους περιέχεται στην εξής πρόταση στο τελευταίο κεφάλαιο: «Τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο αυτό δεν ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1914, αλλά ήδη δεκαετίες νωρίτερα. Ιστός συνδέθηκε με ιστό και έτσι πλέχτηκε με την αναγκαιότητα ενός φυσικού νόμου ένα συμπαγές δίκτυο της ιμπεριαλιστικής παγκόσμιας πολιτικής που τελικά είχε αγκαλιάσει πέντε ηπείρους. Πρόκειται για ένα τεράστιο ιστορικό σύμπλεγμα από γεγονότα, των οποίων οι ρίζες φτάνουν μέχρι την πλουτώνια άβυσσο του οικονομικού γίγνεσθαι, των οποίων τα εξώτατα κλαδιά απλώνονται και υποδεικνύουν έναν καινούριο κόσμο που αμυδρά ανατέλλει».

Ο ιμπεριαλισμός, γεννημένος από την καπιταλιστική ανάπτυξη, μας αντιμετωπίζει ως ένα διεθνές φαινόμενο στις εκλάμψεις και τις επιδράσεις του, εκπληρώνοντας με την κτηνώδη ασυνειδησία του, τις γιγάντιες, αχόρταγες ορέξεις του, τα τεράστια μέσα εξουσίας του, πολύ διαφορετικά θαύματα από την «οικοδόμηση των αιγυπτιακών πυραμίδων και των γοτθικών καθεδρικών», όπως εκφράζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Δίνει νέο και βαθυμένο περιεχόμενο στη διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας που δημιούργησε ο πόλεμος του 1870-71· εξαλείφει παλιές διαφορές οικείες στις παγκόσμιες πολιτικές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης και δημιουργεί νέα πεδία σύγκρουσης ανάμεσά τους· παρασύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία στο πανίσχυρο ρεύμα του. Στάζοντας βρωμιά και αίμα διασχίζει τη γη, καταστρέφοντας αρχαίους πολιτισμούς και μετατρέποντας ολόκληρα λεηλατημένα έθνη σε δούλους του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός σωριάζει δεμάτι πάνω σε δεμάτι για την ερημωτική παγκόσμια σύγκρουση – σε Αίγυπτο, Συρία, Μαρόκο, Νότια και Νοτιοανατολική Αφρική, στη Μικρά Ασία, Αραβία, Περσία και Κίνα, στα νησιά και τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού και στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αλλά ήταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, όψιμα γεννημένος και φρενιασμένα επιθετικός, που μέσω της πρόκλησης του τελεσιγράφου της Αυστρίας στη Σερβία το 1914, εκπλήρωσε το πολεμικό κτύπημα που άναψε την πυρκαγιά του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ωθήθηκε αναπόδραστα από τη δίψα για χρυσό του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου – αντιπροσωπευόμενου ιδιαίτερα από τη Γερμανική Τράπεζα, το πιο συγκεντρωμένο, καλύτερα οργανωμένο χρηματιστικό ίδρυμα του κόσμου, που επιθυμούσε διακαώς να εκμεταλλευθεί την Τουρκία και τη Μικρά Ασία, και τον πόθο για κέρδη των πολεμικών βιομηχανιών· έλαβε την καταστροφική ηλίθια ελευθερία του από τον ελάχιστα καλυμμένο δεσποτισμό του Γουλιέλμου του Β΄ και την οικειοθελή αδυναμία της αστικής αντιπολίτευσης.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ πέτυχε να απεικονίσει τόσο καλά, μέσα στα στενά όρια της Μπροσούρας του Γιούνιους, την ιμπεριαλιστική φύση του Παγκόσμιου Πολέμου και των σκοπών του, επειδή στο εκτεταμένο επιστημονικό έργο της για τη “Συσσώρευση του Κεφαλαίου” είχε ανιχνεύσει σε μια έκθεση λαμπρή όσο και διεξοδική, τις τελικές ρίζες του ιμπεριαλισμού, καθώς και τις πολιτικές του διακλαδώσεις. Αλλά απογυμνώνοντας τον Παγκόσμιο Πόλεμο από τα ιδεολογικά άμφιά του, εκθέτοντάς τον γυμνό ως ένα επιχειρηματικό εγχείρημα –το επιχειρηματικό εγχείρημα για ζωή και θάνατο– του διεθνούς κεφαλαίου, ξεσκίζει επίσης ανελέητα, κομμάτι-κομμάτι, τα ιδεολογικά περιτυλίγματα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της 4ης Αυγούστου από το σώμα της. Στη φρέσκια πρωινή ατμόσφαιρα της επιστημονικής εξέτασης του όλου ιστορικού φαινομένου και των συνδέσεών του, οι κούφιες φράσεις για τη “μάχη για τον πολιτισμό”, “ενάντια στον τσαρισμό”, “για την υπεράσπιση της πατρίδας”, κ.λπ., καταρρέουν. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποδεικνύει πειστικά ότι στο παρόν ιμπεριαλιστικό περιβάλλον η αντίληψη ενός μετριοπαθούς, ενάρετου πολέμου άμυνας της πατρίδας έχει για πάντα πετάξει. Η σοσιαλδημοκρατική πολεμική πολιτική αποκαλύπτεται σε όλη την πρωτόγονη ασχήμια της ως πλήρης χρεοκοπία, ως η εσωτερική έκφραση ενός σοσιαλπατριωτικού εργατικού κόμματος διαποτισμένου με αστικά ιδανικά, ενός κόμματος που έχει πουλήσει το περήφανο επαναστατικό πιστοποιητικό γένεσης του προλεταριάτου για ακόμη λιγότερα από το πινάκιο φακής που απαιτεί ο Κάουτσκι – για τα άδεια λόγια ενός Κάιζερ, «Δεν αναγνωρίζω κόμματα, ξέρω μόνο Γερμανούς», για την “τιμή” μιας θέσης στην εθνικιστική ψευδαίσθηση.

Η Μπροσούρα του Γιούνιους ξεκινά με παρατηρήσεις για το καθήκον και τη σπουδαιότητα της σοσιαλιστικής αυτοκριτικής, παρατηρήσεις που είναι ανάμεσα στα πιο υπέροχα πράγματα που έχουν αναδυθεί από τα βάθη της καθαρής και ισχυρής σοσιαλιστικής αίσθησης και σκέψης. Εδώ η πιο ειλικρινής, πιο λαμπερή πεποίθηση απαιτεί τα πιο υψηλά και αυστηρά πρότυπα για τις πράξεις μας ως σοσιαλιστών, κατευθύνοντας τη ματιά μας με προφητική δύναμη στις μεγάλες λαμπρές προοπτικές που μας ανοίγει ο σοσιαλισμός. Η ηρωική ώρα της νέας παγκόσμιας εποχής που πλησιάζει πρέπει να βρει μια ηρωική γενεά στο προλεταριάτο το οποίο στα ανεβοκατεβάσματα της νίκης και της ήττας των επαναστατικών αγώνων του θα εκπαιδεύσει τον εαυτό του μέσα από την αυτοκριτική, για το θρίαμβο του σοσιαλισμού. Το συμπέρασμα της Μπροσούρας του Γιούνιους συνδέεται με την αρχή της, κλείνοντας τον κύκλο. Θεωρεί τον Παγκόσμιο Πόλεμο ως τον υποκινητή της Παγκόσμιας Επανάστασης. Η νίκη ή ήττα στο τωρινό γιγάντιο αγώνα πρέπει να είναι εξίσου μοιραία για τις συγκρουόμενες ιμπεριαλιστικές ομάδες, και παρεμπιπτόντως για τους προλετάριους των διαφόρων χωρών, οδηγώντας αναπόφευκτα στην κατάρρευση της καπιταλιστικής τάξης και της καπιταλιστικής κουλτούρας, στην καταδίκη μπροστά στο δικαστήριο της Επανάστασης. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ το έγραψε αυτό το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1915 – καιρό πριν το ρωσικό προλεταριάτο, οδηγημένο από τους αποφασισμένους Μπολσεβίκους, δώσει το σινιάλο της καταιγίδας για την κοινωνική επανάσταση, καιρό πριν η παραμικρή ανατάραξη των υδάτων στη Γερμανία και τη συγγενική μοναρχία των Αψβούργων ανακοινώσει την προσέγγιση μιας επαναστατικής πλημμυρίδας. Αυτό που έχουμε δοκιμάσει από τότε, αυτό που στην ίδια τη Ρόζα Λούξεμπουργκ επιτράπηκε να δοκιμάσει εν μέρει, είναι μια έξοχη επιβεβαίωση της ευκρίνειας και ορθότητας με την οποία είχε συλλάβει στην Μπροσούρα του Γιούνιους τις ιστορικές γραμμές της ανάπτυξης.

Ίσως ακριβώς γι’ αυτό το λόγο κάποιος αναγνώστης μπορεί με λύπη ή κατηγόρια να αναρωτηθεί γιατί η συγγραφέας δεν έδειξε προκαταβολικά την πιθανότητα μιας επανάστασης στη Ρωσία, γιατί αμέλησε να υποδείξει τις πιθανές μεθόδους και μέσα πάλης στην επαναστατική περίοδο που μόλις χάραζε. Είναι αλήθεια ότι το 1915, αναδυόταν ήδη η γιγάντια μορφή της Επανάστασης από το βρυχώμενο χάος του παγκόσμιου αγώνα όλο και πιο ξεκάθαρα και ορατά. Αλλά δεν υπήρχε καμιά ένδειξη του πότε και πού θα ξεκινούσε η θριαμβευτική πορεία της. Η Ρωσική Επανάσταση επρόκειτο να είναι το θέμα μιας δεύτερης Μπροσούρας του Γιούνιους, ορισμένα από τα περιγράμματα της οποίας είχαν ήδη σχεδιαστεί βιαστικά από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το δολοφονικό χέρι των Γερμανών φορέων του πολιτισμού στρατιωτικών μας στέρησε το σχεδιαζόμενο έργο, που θα συζητούσε και θα αξιολογούσε επίσης τα μέσα και τις μεθόδους μάχης της Ρωσικής Επανάστασης – όχι με τον τρόπο του Κάουτσκι, ασφαλώς, σύμφωνα με ένα σκληρό και γρήγορο σχήμα στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί η πραγματική ανάπτυξη. Όχι, η άποψη της Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι εκείνη ενός ζωντανού, δημιουργικού ρεύματος που ακολουθεί την ιστορική ανάπτυξη. «Η ιστορική στιγμή απαιτεί κάθε φορά την κατάλληλη μορφή λαϊκού κινήματος και δημιουργεί η ίδια νέα μέσα, επινοεί ως τότε άγνωστα εργαλεία μάχης, εμπλουτίζοντας το οπλοστάσιο του λαού, αδιάφορη για τους κομματικούς κανόνες». Το ουσιώδες για την Επανάσταση, λοιπόν, είναι «όχι μια συσσώρευση γελοίων κανόνων και συνταγών τεχνικής φύσης, αλλά το πολιτικό σύνθημα, η σαφής συνείδηση των πολιτικών καθηκόντων και συμφερόντων του προλεταριάτου». Σε συμφωνία με αυτή την άποψη, η Ρόζα Λούξεμπουργκ ερεύνησε κάποτε ένα ήδη δοκιμασμένο όπλο πάλης της εργατικής τάξης – τη γενική απεργία, που αναγνωρίζει ως πρώτη σε ιστορική σπουδαιότητα και ως «την κλασική μορφή του κινήματος του προλεταριάτου σε περιόδους επαναστατικής ζύμωσης». Η μπροσούρα της γι’ αυτό το θέμα –ένα πρωτοπόρο έργο στην εκτίμηση αυτού του εργαλείου μάχης– έχει λάβει νέα σημασία από τα τωρινά γεγονότα· σήμερα θα έπρεπε να βρει εκατομμύρια αναγνωστών και συμπαθούντων, να συγκεντρώσει εκατομμύρια ενεργών μαχητών, έτοιμων για επαναστατικά έργα.

Η Μπροσούρα του Γιούνιους είναι ένας ιδιαίτερα αστραφτερός θησαυρός που άφησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο προλεταριάτο της Γερμανίας, του κόσμου, για τη θεωρία και την πράξη του αγώνα του για την απελευθέρωση, ένας θησαυρός που η σπίθα και η λάμψη του είναι μια οδυνηρή υπόμνηση του πόσο μεγάλη και ανεπανόρθωτη είναι η απώλεια που υποστήκαμε. Αυτό που λέγεται γι’ αυτό το θησαυρό, εδώ, συγκρίνεται μαζί του όπως ένα στεγνό τραπέζι ταξινόμησης φυτών συγκρίνεται με ένα κήπο γεμάτο ανθισμένα, μεγαλοπρεπή, ευωδιαστά λουλούδια. Είναι σαν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, προβλέποντας το αιφνίδιο τέλος της, να μάζεψε στην Μπροσούρα του Γιούνιους όλες τις δυνάμεις της ευγενικής φύσης της για ένα μεγάλο έργο – την επιστημονική, διεισδυτική, ανεξάρτητα ερευνώσα και στοχαστική διάνοια του θεωρητικού, το ατρόμητο, φλογερό πάθος του πεπεισμένου, τολμηρού επαναστάτη μαχητή, τον εσωτερικό πλούτο και την έξοχη ευρύτητα έκφρασης του μαχόμενου καλλιτέχνη. Όλα τα καλά πνεύματα που την είχε προικίσει η φύση βρίσκονταν στο πλευρό της καθώς έγραφε αυτό το έργο. Έγραφε απλά; Όχι, αισθανόταν στα βάθη της ψυχής της. Στις επακριβώς ταιριασμένες λέξεις που σημαδεύουν τόσο την εικονοκλαστική της κριτική της σοσιαλδημοκρατικής προδοσίας και το εμπνευσμένο όραμά της για την εξιλέωση και ανάσταση του προλεταριάτου στην Επανάσταση· στις προτάσεις που φαίνονται να εφορμούν προς το στόχο τους· στις εκτεταμένες αλυσίδες σκέψεων που συνενώνονται με σιδερένια σταθερότητα· στους λαμπρούς σαρκασμούς· στα πλαστικά σχήματα λόγου και το απλό, ευγενές πάθος – σε όλα αυτά αισθάνεται κανείς ότι περιχύνεται με το αίμα της καρδιάς της Ρόζα Λούξεμπουργκ, ότι σε αυτό μιλά η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ότι πίσω του στέκει όλη η ύπαρξή της, κάθε ίνα της. Η Μπροσούρα του Γιούνιους είναι το έργο μιας μεγάλης προσωπικότητας που έχει αφοσιωθεί πλήρως σε ένα μεγάλο, τον μέγιστο των σκοπών. Έτσι, μέσα από αυτό το έργο, ή ίδια η Ρόζα Λούξεμπουργκ μας χαιρετίζει πέρα από τον τάφο και σήμερα περισσότερο παρά ποτέ οδηγεί το παγκόσμιο προλεταριάτο, βαδίζοντας εμπρός του και οδηγώντας το στο δρόμο του στο Γολγοθά προς την επαγγελλόμενη γη του σοσιαλισμού.

Αλλά μέσα στον κύκλο φωτός που περιβάλλει τη μορφή της, στέκεται μια δεύτερη μεγάλη προσωπικότητα, που πρέπει να την ανασύρουμε από τη λήθη στην οποία έμεινε σκόπιμα με τη μετριοφροσύνη που είναι δείγμα της αληθινής αξίας και την πλήρη συγχώνευση όλων των προσωπικών γνωρισμάτων σε ένα μεγάλο ιδανικό. Αυτή η προσωπικότητα είναι ο Λέο Γιόγκιχες. Πάνω από 20 χρόνια ήταν ενωμένος με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ σε μια ασύγκριτη κοινότητα ιδανικών και αγωνιστικού σκοπού που είχε ατσαλωθεί από την πιο πανίσχυρη από όλες τις δυνάμεις – το φωτεινό, καθολικό πάθος των δυο ασυνήθιστων ψυχών για την Επανάσταση. Δεν γνωρίζουν πολλοί τον Λέο Γιόγκιχες, και πολλοί λίγοι πραγματικά τον έχουν εκτιμήσει σύμφωνα με τη μεγάλη σπουδαιότητά του. Εμφανιζόταν συνήθως μόνο ως ο οργανωτής, που μετέφραζε τις πολιτικές ιδέες της Ρόζα Λούξεμπουργκ στην πράξη, ένας οργανωτής ασφαλώς πρώτης γραμμής, ένας προσηνής οργανωτής. Ωστόσο, αυτό δεν εξαντλεί τα επιτεύγματά του. Με μακρόπνοη, πλατιά γενική μόρφωση, ένας αληθινός κάτοχος του επιστημονικού σοσιαλισμού, ένας διεισδυτικός διαλεκτικός νους, ο Λέο Γιόγκιχες ήταν ο αδιάφθορος κριτικός δικαστής της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του έργου της, η πάντα διαθέσιμη θεωρητική και πρακτική της συνείδηση, κατά καιρούς επίσης εκείνος που έβλεπε μακρύτερα, εκείνος που υποκινούσε, ακριβώς όπως η Ρόζα, από μέρους της, ήταν η πιο διεισδυτική και εκείνη που δημιουργούσε. Ήταν μια από εκείνες τις πολύ σπάνιες ανδρικές προσωπικότητες που ήταν ικανές να ζουν πλάι-πλάι σε αληθινή και πρόσχαρη συντροφικότητα με μια μεγάλη γυναικεία προσωπικότητα, χωρίς να αισθάνεται στην μεγέθυνση και ανάπτυξή της ένα δεσμό και ένα περιορισμό στο εγώ του· ένας ευπατρίδης επαναστάτης με την πιο ευγενή έννοια του όρου, χωρίς καμιά αντίφαση ανάμεσα στην πεποίθηση και τη δράση. Έτσι, πολλές από τις καλύτερες πλευρές του Λέο βρίσκονται στο έργο ζωής της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η αυξανόμενη, προωθητική επιμονή του και η δημιουργική κριτική του συνεισέφεραν το πλήρες μερίδιό τους στο να δημιουργηθεί η Μπροσούρα του Γιούνιους τόσο γρήγορα και δεξιοτεχνικά, ακριβώς όπως οφείλεται στη σιδερένια θέλησή του ότι μπόρεσε να τυπωθεί και να μοιραστεί παρά τις τεράστιες δυσκολίες που προκάλεσε η κατάσταση πολιορκίας. Οι αντεπαναστάτες ήξεραν τι έκαναν όταν, μερικές βδομάδες μετά τη δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ, δολοφόνησαν και τον Λέο Γιόγκιχες – “σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια δραπέτευσης” στην ίδια φυλακή του Μοαμπίτ στην οποία ήταν δυνατό να απαγάγουν το δολοφόνο της Ρόζας σε ένα ωραίο ιδιωτικό αυτοκίνητο στο φως της μέρας.

Η Μπροσούρα του Γιούνιους ήταν μια ατομική επαναστατική πράξη. Πρέπει να δώσει γένεση σε επαναστατική μαζική δράση. Είναι ο δυναμίτης του πνεύματος που ανατινάζει την καπιταλιστική τάξη. Η σοσιαλιστική κοινωνία που υψώνεται στη θέση της είναι το μόνο ταιριαστό μνημείο για τον Λέο Γιόγκιχες και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Και αυτό το μνημείο εγείρεται από την επανάσταση για την οποία έζησαν και πέθαναν.

scroll-up