MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Έργα> Η ηθική τους και η ηθική μας> Βιογραφικά Σημειώματα



Λεόν Τρότσκι

Η ηθική τους και η ηθική μας

Βιογραφικά Σημειώματα


Προηγούμενο: Οι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο Μαρξισμό

Βιογραφικά Σημειώματα

Αθάνια, Μάνουελ (1880-1940). Ηγέτης του Αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και Πρό­εδρος της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Εναντιώθηκε στη δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα και έγινε μέλος της Δημοκρατικής Επαναστατικής Επιτροπής την περίοδο 1930-31.

Με την κατάργηση της μοναρχίας, το 1931, έγινε υπουργός Στρατιωτικών στην προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση του Θαμόρα και προσπάθησε να εκκαθαρίσει το στρατό από τα μοναρχικά στοιχεία.

Τον Οκτώβρη του 1931 έγινε Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, κάτω από την πίεση του ανερχόμενου εργατικού κινήματος, ψήφισε σημαντικά νομοσχέδια για τον εκδημο­κρατισμό της πολιτικής ζωής στην Ισπανία: αυτονομία των Βάσκων και των Καταλάνων, χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, ισοτιμία των δυο φύλων κλπ.

Αλλά όλα αυτά έμειναν στα χαρτιά: η καπιταλιστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στάθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει τα κύρια προβλήματα της ισπανικής κοινωνίας –πρώτα πρώτα το αγροτικό ζήτημα και δεύτερο τον αντιδραστικό και κυρίαρχο ρόλο τόσο της εκκλησίας όσο και της στρατιωτικής καμαρίλας στην πολιτική ζωή της χώρας (δες Φράνκο).

Ο Αθάνια, μετά την ήττα του στις εκλογές του 1933, υποστήριξε τις αυτονομιστικές εξεγέρσεις των Βάσκων και των Καταλάνων και γιΆ αυτό φυλακίστηκε το 1934. Με τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου, το Φλεβάρη του 1936, γίνεται Πρωθυπουργός και το Μάη εκλέγεται Πρόεδρος της Ισπανικής Δημοκρατίας. Το 1939, μετά τη νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο, παραιτείται και καταφεύγει στο Παρίσι, όπου και πεθαίνει τον επόμενο χρόνο. – Σελ. 60

Βάλχερ, Γιάκομπ (γεννήθηκε το 1887). Συνδικαλιστής ηγέτης και ιδρυτικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Μέλος της ομάδας Μπράντλερ, διαγράφτηκε μαζί του το 1929. Ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (Αντιπολίτευση) –μια δεξιά σοσιαλίζουσα τάση. Αργότερα προσχώρησε στο SAP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), όπου υπεράσπισε μια φιλοσταλινική γραμμή. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επέστρεψε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας. –Σελ. 36.

Βαντερβέλντε, Εμίλ (1866-1938). Επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος Βελγίου κι ένας από τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες. Για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος του Διεθ­νούς Σοσιαλιστικού Γραφείου της Δεύτερης Διεθνούς που ιδρύθηκε το 1900 και είχε την έδρα του στις Βρυξέλες.

Με το ξέσπασμα του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, σαν ακραίος σοσιαλσοβινιστής, έγινε υπουργός της αστικής κυβέρνησης. Το 1919 υπόγραψε τη συνθήκη των Βερσαλιών για λογαριασμό της βελγικής μπουρζουαζίας. Μια συνθήκη «ληστρικής ειρήνης» που οι νικητές ιμπεριαλιστές της Αντάντ επιβάλανε στους ηττημένους ιμπεριαλιστές (Γερμανία και Αυστρία) με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου –διαμορφώνοντας τέτοιες συνθήκες ώστε «τα 7/10 του πληθυσμού της γης να βρεθούν σε κατάσταση δουλείας», όπως είπε τότε ο Λένιν.

Ιδιαίτερα εχθρικός στη Σοβιετική Ρωσία, ταξίδεψε στη Μόσχα το 1922 για να παραστεί σαν μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των Δεξιών Σοσιαλεπαναστατών [δες τη σημείωση 8 Β, Ρωσικό Σοσιαλ/Επαναστατικό Κόμμα (Εσέροι)]. Το 1925-27, ο Βαντερβέλντε διετέ­λεσε ξανά υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου. Έτσι, δεν είναι χωρίς λόγο που με αγανάκτηση ο Τρότσκι τον αποκαλούσε «λακέ των λακέδων».

«Ο Βαντερβέλντε, όπως κι ο Κάουτσκι, θα γράψει ο Λένιν στην Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι, τον Οκτώβρη του 1918, είναι μεγάλος τεχνίτης στην αντικατάσταση της διαλεκτικής με τον εκλεκτικισμό. ...Ο Βαντερβέλντε σαν εκλεκτικός και σοφιστής είναι πιο επιδέξιος, πιο πονηρός από τον Κάουτσκι, γιατί με τη φράση “πέρασμα από το κράτος με τη στενή έννοια, στο κράτος με την πλατιά έννοια” μπορείς να ξεφύγεις απΆ όλα τα ζητήματα της επανάστασης», («Λένιν: «¶παντα», τόμ. 37, σελ. 35 και 36). –Σελ. 51.

Βερίκεν, Τζορτζ. Ένας παλιός ηγέτης του τροτσκιστικού κινήματος στο Βέλγιο που στη δεκαετία του Ά30 ηγούνταν μιας σεκταριστικής ομάδας τροτσκιστών. Με το βιβλίο του: Η Γκε Πε Ου στο Τροτσκιστικό Κίνημα, ο Βερίκεν άφησε μια πολύ σημαντική μαρτυρία για τη διείσδυση και τα εγκλήματα των πρακτόρων του Στάλιν στις τροτσκιστικές οργανώσεις. –Σελ. 64.

Βισίνσκι, Αντρέι (1883-1954). Αστός δικηγόρος στην προεπαναστατική Ρωσία που προσχώρησε στους μενσεβίκους. Αργότερα «βαπτίστηκε» επαναστάτης και συμφιλιώθηκε με τον μπολσεβικισμό –μετά φυσικά από την εδραίωση της εξουσίας του (1920). Το 1925 ο Βισίνσκι γίνεται Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και το 1928 Λαϊκός Επίτροπος Παιδείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το 1931 περνάει στο δικαστικό σώμα, για να παίξει στις μεγάλες Δίκες της Μόσχας (1935-1939) το ρόλο του γενικού εισαγγελέα της ΕΣΣΔ, στέλνοντας, με εντολή του Στάλιν, κατά χιλιάδες τους μπολσεβίκους και τους απλούς εργάτες στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Στις 27 του Γενάρη 1988, ο ρώσος συγγραφέας Αρκάντι Μπάκσμπεργκ έγραψε στη «Λογοτεχνική Γκαζέτα» ένα άρθρο που αναφερόταν στο ιστορικό του Βισίνσκι: «Από την έκδοση του 1951 της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας, γράφει, μαθαίνουμε ότι ο Βισίνσκι ήταν ένας δραστήριος μαχητής στο επαναστατικό κίνημα από το 1902…, αλλά υπάρχει μια έλλειψη καθαρότητας για κάποιον που είχε την τύχει να διαβάσει τις βιογραφικές πληροφορίες στην προηγούμενη έκδοση της ίδιας Εγκυκλοπαίδειας, που είχε κυκλοφορήσει 22 χρόνια πιο πριν…». Από κει μπορεί να μάθει ότι μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη, «με την ιδιότητα του Προέδρου της Πρώτης Περιφερειακής Διοίκησης του Γιακιμάνσκι του ανάθεσαν να φέρει σε πέρας μια εξαιρετικά σημαντική αποστολή. Κι αυτή η αποστολή ήταν: να βρει, να συλλάβει και να προσάγει σε δίκη τον γερμανό κατάσκοπο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (Λένιν)». Ο Βισίνσκι ήταν «ένα τέρας κι ένας ρουφιάνος», συμπεραίνει ο Μπάκσμπεργκ. Αλλά δεν μπόρεσε να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Κι ο Λένιν από την παρανομία ηγήθηκε στην επανάσταση και την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Ο «δραστήριος μαχητής του επαναστατικού κινήματος» προσαρμόστηκε αμέσως στη νέα κατάσταση...

Ο Βισίνσκι ήταν αδίστακτος και γιΆ αυτό ικανός για όλα. Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των υπηρεσιών που πρόσφερε στους νέους αφέντες του Κρεμλίνου και που αφορά τους αντιπροσώπους στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος (1934), το περίφημο «Συνέδριο των Νικητών», και όσους εκλέχτηκαν τότε στην ΚΕ του Κόμματος:

«Εξακριβώθηκε ότι από τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος που εκλέχτηκαν στο 17ο Συνέδριο πιάστηκαν και εκτελέσθηκαν (κυρίως στην περίοδο 1937-1938) οι 98, δηλ. το 70 %…

Από τους 1966 αντιπροσώπους στο Συνέδριο με θετική ή συμβουλευτική ψήφο, οι 1108, δηλαδή πολύ περισσότεροι από τους μισούς (56,3%) συνελήφθησαν βάσει κατηγοριών για αντεπαναστατικά εγκλήματα», (Μυστική Έκθεση του Ν. Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 35-36, εκδόσεις «Θεμέλιο»).

Και πρέπει να τονίσουμε ότι οι αντιπρόσωποι στο 17ο Συνέδριο δεν ήταν νεοστρατoλογημένοι καριερίστες ή βολεμένοι γραφειοκράτες: το 80% των αντιπροσώπων είχαν μπει στο Μπολσεβίκικο Κόμμα στη διάρκεια της παρανομίας και γενικά πριν την κατοχύρωση της νίκης, δηλαδή πριν το 1920, ενώ το 60% των αντιπροσώπων ήταν εργάτες.

ΓιΆ αυτές του τις υπηρεσίες, ο Βισίνσκι προωθείται και εκλέγεται μέλος της ΚΕ του Κόμματος στο 18ο και 19ο Συνέδριο και μέλος του Ανώτατου Σοβιέτ. Το 1939 τον βρίσκουμε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της ΕΣΣΔ και το 1949 αντικαθιστά τον Μολότοφ στο υπουργείο Εξωτερικών. –Σελ. 36

Βράγκελ, Πιοτρ (1878-1928). Στρατηγός του τσαρικού στρατού που ηγήθηκε των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Νότια Ρωσία στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Μετά τη συντριβή των δυνάμεών του από τον Κόκκινο Στρατό στην Κριμαία, το Νοέμβρη του 1920, ο Βράγκελ κατέφυγε στο εξωτερικό. –Σελ. 23.

Γιαγκόντα, Ένρι (1891-1938). Ανώτερο στέλεχος της Τσε Κα από την ίδρυσή της και στη συνέχεια αναπληρωτής πρόεδρος της Γκε Πε Ου (δες τη σημείωση 14 Α). Το 1935 ο Στάλιν τον διορίζει ανώτατο διοικητή των υπηρεσιών Ασφάλειας, αναθέτοντάς του να οργανώσει το πρώτο μεγάλο κύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων –την πρώτη μεγάλη δημόσια Δίκη της Μόσχας (Αύγουστος 1936) με κατηγορούμενους τους Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Σμιρνόφ, Μρατσκόφσκι κλπ.

Ένα χρόνο μετά, το Σεπτέμβρη του 1936, ο Στάλιν τον καθαιρεί και τον αντικαθιστά με τον Γιέζοφ, γιατί «δεν στάθηκε στο ύψος των καθηκόντων του στην υπόθεση του ξεσκεπά­σματος του τροτσκιστοζινοβιεφικού μπλοκ. Η Γκε Πε Ου παρουσιάζει στον τομέα αυτόν μια καθυστέρηση τεσσάρων χρόνων...», έγραφαν ο Στάλιν και ο Ζντάνοφ προς τους Καγκάνοβιτς και Μολότοφ και τα άλλα μέλη του Π.Γ. στις 25/9/1936 (δες Μυστική Έκθεση Χρουστσόφ). Αλλά η καθαίρεση δεν ήταν παρά η αρχή: ο Γιαγκόντα βρίσκεται κατηγορούμενος στην τρίτη σκηνοθετημένη Δίκη της Μόσχας, το Μάρτη του 1938. Καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται αμέσως, μαζί μΆ όλους τους άλλους κατηγορούμενους. –Σελ. 33, 36, 43.

Γιακίρ, Ιοάν Εμανουίλοβιτς (1896-1937). Στρατηγός και μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου του Λαϊκού Επιτροπάτου ¶μυνας της ΕΣΣΔ, μέλος της ΚΕ του Κόμματος και μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΣΣΔ.

Ο Γιακίρ ξεκίνησε το Γενάρη του 1918 με μια ομάδα κόκκινων φρουρών ενάντια στους ρουμάνους κατακτητές και μέσα σε δύο χρόνια έγινε ένας από τους θρυλικούς αρχηγούς του Κόκκινου Στρατού, ένας από τους πιο προικισμένους στρατηλάτες του εμφυλίου πολέμου.

Καταδικάστηκε σε θάνατο στις ψευτο-Δίκες της Μόσχας και εκτελέστηκε μαζί με τη συντριπτική πλειοψηφία των ηγετών του Κόκκινου Στρατού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το 1937-39 δολοφονήθηκαν 30 περίπου χιλιάδες αξιωματικοί –το 90% των στρατηγών και το 80% των συνταγματαρχών του Κόκκινου Στρατού. Τρεις Στρατάρχες, 13 Διοικητές Στρατιάς, 57 Διοικητές Σώματος, 110 Διοικητές Μεραρχίας, 220 Διοικητές Ταξιαρχίας, όλοι οι Φρούραρχοι των Στρατιωτικών Περιφερειών στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. –Σελ. 33.

Γιέζοφ, Νικολάι. Αντικατέστησε τον Γιαγκόντα στην ηγεσία της Γκε Πε Ου, το Σεπτέμβρη του 1936, και ένα χρόνο μετά προωθείται σε αναπληρωματικό μέλος του Π.Γ. Αναλαμβάνει να καλύψει την «τετράχρονη καθυστέρηση της Γκε Πε Ου» για την οποία μιλάει το γράμμα των Στάλιν-Ζντάνοφ προς το Π.Γ.

Τα δυο επόμενα χρόνια ετοιμάζει πυρετωδώς καταλόγους (!!!) με χιλιάδες ονόματα στελεχών από το Κόμμα, από τα σοβιέτ, από το στρατό, από τα συνδικάτα, από τη νεολαία.

«Τους καταλόγους αυτούς ο Γιέζοφ τους έστελνε προσωπικά στον Στάλιν για να εγκρίνει τις προτεινόμενες ποινές. Στην περίοδο 1937-38 διαβιβάστηκαν στον Στάλιν 338 τέτοιοι πίνακες που περιείχαν πολλές χιλιάδες ονόματα», (Ν.Χρουστσόφ: Μυστική Έκθεση στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, σελ. 51).

Μάταια! Ο Στάλιν δεν ικανοποιείται με τίποτε. Με το τέλος της τρίτης δίκης (Ρίκοφ, Μπουχάριν, Ρακόβσκι, Κρεστίνσκι, Τσερνόφ, Γιαγκόντα, κλπ.) ο Γιέζοφ καθαιρείται και στέλνεται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τη θέση του στην Γκε Πε Ου την παίρνει ο Λ. Μπέρια ο επίσημος «βιο(πλαστο)γράφος» του Στάλιν. –Σελ. 36, 43.

Γκάντι, Μαχάτμα (1869-1948). Ο ηγέτης του Εθνικού Κινήματος της Ινδίας, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κόμμα του Κογκρέσου. Ο Μ.Γκάντι «πάλευε» για την ανεξαρτησία της Ινδίας ενάντια στους άγγλους αποικιοκράτες στηριγμένος στην αρχή της μη βίας. –Σελ. 45.

Γκάρθια, Όλιβερ Ζόσε (γεννήθηκε το 1901). Ισπανός αναρχικός ηγέτης που μαζί με τη Φρεδερίκα Μοντσένι εκπροσωπούσαν τους αναρχικούς εργάτες σαν υπουργοί στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.

Ο Γκάρθια Όλιβερ, όπως ολόκληρη η ηγεσία των αναρχικών, ιδιαίτερα οι ηγέτες της CNT και της FAI (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία), έκαναν ότι μπορούσαν για να υποτάξουν τους αναρχικούς εργάτες στο Λαϊκό Μέτωπο και γενικά στην άρχουσα τάξη της Ισπανίας.

Eίναι χαρακτηριστική η στάση τους στη διάρκεια των ημερών του Μάη 1937. Να τα γεγονότα:

Στις 3 του Μάη οι Δημοκράτες του Λαϊκού Μετώπου με τους σταλινικούς επικεφαλής αποφασίζουν να περάσουν στην επίθεση, να τσακίσουν τους αναρχικούς και τους Πουμιστές, να αφοπλίσουν τους εργάτες και να διαλύσουν τις εργατικές πολιτοφυλακές που κυριαρχούσαν παντού. ΓιΆ αυτό το λόγο, και ενάντια στις ανάγκες του μετώπου, ο σταλινικός επίτροπος Δημόσιας Τάξης, Ροντρίγκεθ Σάλα είχε ήδη συγκεντρώσει στη Βαρκελώνη γύρω στους 11 χιλιάδες άνδρες (φρουρούς εφόδου και εθνοφρουρούς) οπλισμένους μέχρι τα δόντια.

Η επίθεση ξεκίνησε με μια προβοκατόρικη προσπάθεια των σταλινικών να καταλάβουν το Κέντρο Τηλεπικοινωνιών, που το είχαν υπό την ένοπλη φρούρησή τους οι δυο εργατικές συνομοσπονδίες, η CNT –Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (αναρχικοί) και η UGT –Γενική Ένωση Εργατών (σοσιαλιστές).

Η επίθεση των σταλινικών συνοδευόταν με ένα κύμα δολοφονιών αναρχικών και Πουμιστών. Οι συνομοσπονδίες κάλεσαν τότε σε γενική απεργία και οι εργάτες ουσιαστικά κατέλαβαν τη Βαρκελώνη από την πρώτη κιόλας μέρα. Το τετράγωνο μόνο όπου στεγαζόταν η κυβέρνηση και τα στρατόπεδα είχαν μείνει έξω από τη δικαιοδοσία τους στην πρωτεύουσα, αλλά κι αυτά περικυκλωμένα με οδοφράγματα από τους ένοπλους εργάτες.

Οκτακόσιοι νεκροί και χιλιάδες τραυματίες καταμετρήθηκαν στις μάχες των δυο πρώτων ημερών (κυρίως Πουμιστές και αναρχικοί δολοφονημένοι από τους σταλινικούς). Είναι τότε που οι αναρχικοί ηγέτες με επικεφαλής τον Γκάρθια Όλιβερ Ζόσε και τη Φρεδερίκα Μοντσένι κατέβηκαν στα οδοφράγματα για να πείσουν τους εργάτες να «δώσουν αμέσως ένα τέλος στον αδερφοκτόνο πόλεμο», όπως τόνιζε στη δακρύβρεχτη έκκλησή του ο Όλιβερ.

Κι όλα αυτά ενάντια στους εργάτες του ΠΟΥΜ και στις εξεγερμένες μάζες των αναρχικών που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την οργάνωση Φίλοι του Ντουρούτι, απαιτώντας την κατάληψη της εξουσίας.

Το ίδιο αίτημα διατύπωναν και οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές (Ισπανικό Τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς), που με προκήρυξή τους καλούσαν σε επαναστατική επαγρύπνηση και αντεπίθεση: «Κανένας συμβιβασμός. Αφοπλίστε την αντιδραστική Guardia Civil και τους Asaltos (Φρουρές Εφόδου). Είναι η στιγμή της απόφασης. Την επόμενη φορά θα είναι πολύ αργά. Γενική απεργία σε όλα τα εργοστάσια που δεν λειτουργούν για τις ανάγκες του πολέμου ενάντια στους φασίστες, μέχρι την παραίτηση της αντιδραστικής κυβέρνησης. Μόνο η προλεταριακή εξουσία μπορεί να εξασφαλίσει τη στρατιωτική νίκη. Πλήρης εξοπλισμός της εργατικής τάξης. Ζήτω η ενότητα CNT-FAI και POUM. Ζήτω το Επαναστατικό Ενιαίο Μέτωπο. Επιτροπές επαναστατικής άμυνας στα μαγαζιά, στα εργοστάσια, στα οδοφράγματα».

Αλλά οι ηγέτες των αναρχικών απαιτούσαν «να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι στις δουλειές τους»! Το ΠΟΥΜ τους ακολούθησε –ο ίδιος ο Νιν πήγε στα βόρεια προάστια για να πείσει τις ένοπλες πολιτοφυλακές του ΠΟΥΜ να μην κατεβούν στο κέντρο της πόλης.

Το βράδι στις 7 του Μάη, με εντολή των σταλινικών, εισβάλανε στη Βαρκελώνη 5.000 βαριά οπλισμένοι Asaltos σαν στρατός κατοχής, όπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Φέλιξ Μορόου, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ισπανία. Κατέλαβαν τα τυπογραφεία των αντιπολιτευομένων και άρχισαν να συλλαμβάνουν μαζικά τους διαφωνού­ντες, ιδιαίτερα τα ηγετικά στελέχη των Φίλων του Ντουρούτι και τους Πουμιστές. Ομάδες των Asaltos περιπολούσαν στους δρόμους και τρομοκρατούσαν τους εργάτες...

Η συνέχεια; Οι σταλινικοί, πέταξαν και τους αναρχικούς από την κυβέρνηση της Καταλονίας –λίγο πιο πριν είχαν πετάξει τους Πουμιστές (δες τις σημειώσεις 4Β και 2Γ, Ισπανική Επανάσταση και ΠΟΥΜ)– έθεσαν εκτός νόμου τις οργανώσεις τους και συνέχισαν τον αφοπλισμό και τη σφαγή των επαναστατών εργατών. Στα μέτωπα επιτέθηκαν και διέλυσαν με τα όπλα τις μεραρχίες των αναρχικών και του ΠΟΥΜ –τις μόνες δυνάμεις που πάλευαν με αυταπάρνηση ενάντια στο φασισμό σΆ αντίθεση με τους σταλινοδημοκράτες που πάντα επιζητούσαν ένα συμβιβασμό με το στρατηγό Φράνκο.

Στις 15 του Μάη συνέλαβαν και καθαίρεσαν τον Πρωθυπουργό Λάργκο Καμπαλέρο γιατί αρνήθηκε να θέσει εκτός νόμου το ΠΟΥΜ, αντικαθιστώντας τον με το δεξιό σοσιαλιστή Χουάν Νεγκρίν που μπήκε στην υπηρεσία τους. Επίσης τον καθαίρεσαν κι από πρόεδρο της Γενικής Εργατικής Ένωσης, διορίζοντας και σΆ αυτό το πόστο κάποιον υποτακτικό τους.

Στις 16 του Ιούνη συλλαμβάνεται ο Νιν και ολόκληρη η ΚΕ του ΠΟΥΜ και αρχίζει το μαρτύριο για όλους τους αντιπολιτευόμενους που δολοφονούνταν ανοικτά πια από τους σταλινικούς...

ΜΆ αυτή τους την πολιτική οι αναρχικοί ηγέτες έστρωσαν το δρόμο στον αντεπαναστατικό σταλινισμό και στην κυριαρχία του Φράνκο.

Μετά την ήττα της Επανάστασης, ο Γκάρθια Όλιβερ Ζόσε διέφυγε στη Λατινική Αμερική. –Σελ. 40.

Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκαγκ –«ο διαλεκτικός» (1749–1832). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Διάσημος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού στη Γερμανία, ο Γκέτε καταγράφηκε σαν ένας από τους θεμελιωτές της γερμανικής κλασικής λογοτεχνίας.

Στον «διαλεκτικό» Γκέτε αναφέρεται και ο Έγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης (σελ. 119) όταν επανέρχεται στο πράγμα-καθεαυτό και στην «ιδέα πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία των πραγμάτων». Ο Γκέτε απορρίπτει εδώ τον αγνωστικισμό τού επίσης ποιητή Α.Χάλερ, επισημαίνοντας «ποιητικά» πως η Φύση είναι ενιαία και δεν μπορούμε να την χωρίζουμε σΆ ένα μη γνώσιμο εσωτερικό πυρήνα και σΆ ένα εξωτερικό φλούδι που είναι προσιτό στην ανθρώπινη γνώση, όπως κάνει στην ποίησή του ο Χάλερ.

Να οι επίμαχοι στίχοι των δυο ποιητών, όπως τους παραθέτει ο Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής (Εκδόσεις «Δωδώνη», σελ. 299):

«Μέσα στο εσωτερικό της φύσης / δεν εισδύει ένα δημιουργημένο πνεύμα·/ είναι ήδη υπερευτυχισμένο,/ όταν ξέρει μόνο το έξω φλούδι», γράφει στο ποίημα του: «Ο κίβδηλος χαρακτήρας των ανθρώπινων αρετών», ο Α.Χάλερ.

«Σύγκρινε (τώρα), γράφει ο Χέγκελ, την αγανακτισμένη κραυγή του Γκέτε: “Στη φυσική επιστήμη”», τόμος 1ος, 3ο τεύχος (Zur Morphologie, Stuttgart und Tubingen 1820, σελ. 304).

«Ακούω να το λένε εξήντα χρόνια,/ και τους καταριέμαι, αλλά κλεφτά.../ Η φύση δεν έχει ούτε πυρήνα ούτε φλούδι,/ είναι και τα δυο ετούτα μονομιάς».

Την ενότητα (ταυτότητα) του περιεχομένου την δίνει ο ίδιος ο Χέγκελ στη σελίδα 297 της Επιστήμης της Λογικής, πριν παραθέσει τους στοίχους των ποιητών. Γράφει: «Κατά πρώτον λοιπόν, το εξωτερικό είναι το ίδιο περιεχόμενο με το εσωτερικό. Ό,τι είναι εσωτερικά υπάρχει και εξωτερικά, και αντίστροφα· το φαινόμενο δεν δείχνει κάτι που δεν υπάρχει μέσα στην ουσία, και μέσα στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα που να μην εκδηλώνεται».

Ο «διαλεκτικός» Γκέτε δεν ασχολήθηκε, βέβαια, ποτέ με τη φιλοσοφία, αν και ένα διάστημα διάβαζε (μαζί με την ερωμένη του Σαρλότα φον Στάιν) Σπινόζα. ΣΆ ένα γράμμα του προς τον Φίχτε, που του είχε στείλει τα πρώτα δοκίμια από την Επιστημολογία του, τον Ιούνη του 1794, έγραφε ότι δεν μπόρεσα «ποτέ να συνενωθώ» με τους φιλοσόφους, «αν και δεν μπορούσα ποτέ να τους στερηθώ…».

Πολύπλευρη προσωπικότητα, ο Γκέτε άφησε ένα τεράστιο και αθάνατο έργο. Η λυρική του ποίηση και τα θεατρικά του έργα, τα ποιητικά του δράματα και τα έμμετρα αφηγήματά του, τα δοκίμια, οι σατιρικοί στίχοι, τα μυθιστορήματα, τον αναδεικνύουν σαν έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς στην παγκόσμια λογοτεχνία. –Σελ. 50.

Γκριν, Γουίλιαμ (1873-1952). Γραφειοκράτης συνδικαλιστής της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας. Σε νεαρή ηλικία εργάστηκε στα ανθρακωρυχεία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το συνδικαλισμό. Το 1924 έγινε πρόεδρος της Ομοσπονδίας και διατήρησε το πόστο αυτό μέχρι το θάνατό του. Υποστήριζε ανοιχτά την πολιτική της αμερικάνικης άρχουσας τάξης και πάλεψε ενάντια στη δημιουργία βιομηχανικών εργατικών συνδικάτων. –Σελ. 40.

Έγκελς, Φρίντριχ (1820-1895). Επαναστάτης ηγέτης του διεθνούς προλεταριάτου. Θεμελιωτής μαζί με τον Καρλ Μαρξ του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ίδρυσε τη Δεύτερη Διεθνή και διατύπωσε τα προγραμματικά ντοκουμέντα της. Επεξεργάστηκε (δίνοντας τους την τελική τους μορφή) και έκδωσε το ΙΙ και τον ΙΙΙ τόμο του Κεφαλαίου που με το θάνατο του Μαρξ είχαν μείνει ημιτελή. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα φιλοσοφικά ζητήματα, αφήνοντας ένα σημαντικό έργο στην υπηρεσία της επαναστατικής πρωτοπορίας. –Σελ. 68.

Ζενζίνοφ, Βλαντιμίρ (1880-1953). Ένας από τους δεξιούς ηγέτες των Εσέρων (Σοσιαλ/Επαναστατών). Μέλος του κόμματος από το 1905, έγινε μέλος της ΚΕ του το 1909. Το 1917 ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Πετρούπολης και εκδότης της εφημερίδας των Εσέρων: «Ντέλο Ναρόντα». Εχθρός της Οκτωβριανής Επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας, κατέφυγε στη Γαλλία. (Δες και τη σημείωση 8 Β, Ρωσικό Σοσιαλ/Επαναστατικό Κόμμα). –Σελ. 47-48.

Ίστμαν, Μαξ (1883-1968). Αμερικανός ριζοσπάστης διανοούμενος, μεταφραστής του Τρότσκι στις ΕΠΑ και ένας από τους ηγέτες του αμερικανικού τροτσκισμού που αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του Ά30, αποκήρυξε το μαρξισμό.

Ο Λ. Τρότσκι στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού (σελ. 126) καταγγέλλει τον Ίστμαν και τους φίλους του ότι: «χρησιμοποίησαν σαν κάλυμμα την αντίθεσή τους στη διαλεκτική για να μεταμορφωθούν από συνοδοιπόροι του προλεταριάτου σε συνοδοιπόροι της μπουρζουαζίας». –Σελ. 22, 31-32, 62.

Καντ, Ιμάνουελ (1724-1804). Ένας από τους κορυφαίους διανοητές του 18ου αιώνα. Ιδρυτής της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, ο Καντ είναι ιδεαλιστής και αγνωστικιστής. Δέχεται ότι ο εξωτερικός αντικειμενικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας, δέχεται ότι η γνώση μας αρχίζει όταν τα «πράγματα καθεαυτά» επιδρούν στα αισθητήρια όργανά μας και παράγουν τις αισθητηριακές αντιλήψεις μας. Όμως, ο αντικειμενικός αυτός κόσμος είναι απρόσιτος στη γνώση: τα δεδομένα της αισθητηριακής μας αντίληψης, οι έννοιες και οι κατηγορίες που αφαιρούμε, δεν μπορούν να προσφέρουν την παραμικρή γνώση για τα «πράγματα καθεαυτά» –αυτόν τον κόσμο δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε και κατά συνέπεια να τον αλλάξουμε. Αν επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε σύνθεση μαζί του, αντιμετωπίζουμε ανυπέρβλητες αντιφάσεις, τις αντινομίες, όπως τις αποκαλούσε. Ο Καντ υποστήριζε ότι τα «πράγματα καθεαυτά» ήταν άγνωστα και αγνώσιμα, γνωστές ήταν μόνο οι εμφανίσεις τους.

Σαν υλιστές αποκαλούμε τον Καντ και τους οπαδούς του αγνωστικιστές, γιατί αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι η αντικειμενική πραγματικότητα είναι η πηγή των αισθημάτων και των γνώσεών μας, ότι αυτή την πραγματικότητα μπορούμε να την γνωρίσουμε κι ότι το «πράγμα-καθεαυτό» γίνεται κάθε στιγμή «πράγμα για μας».

«Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά καταρχήν διαφορά, ανάμεσα στο φαινόμενο και το πράγμα-καθεαυτό, έγραφε ο Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό. Η διαφορά που υπάρχει είναι απλώς ανάμεσα σε κείνο που έχει γνωσθεί και σε κείνο που δεν έχει ακόμη γνωσθεί».

Οι φιλοσοφικές κατηγορίες της ύλης, ο χώρος και ο χρόνος είναι αντικειμενικές μορφές του Είναι που εκδηλώνουν την αιτιότητα και την αναγκαιότητα στη Φύση. Για τον Καντ, όμως, ο χώρος και ο χρόνος δεν ήταν υλικές μορφές, αλλά μορφές κατασκευασμένες από την a priori ανθρώπινη σκέψη.

Κατανοώντας την κίνηση σαν τον τρόπο ύπαρξης της ύλης, ο Έγκελς έγραφε στο Αντιντίριγκ ότι είναι «χοντροκομμένος παραλογισμός» να φαντάζεται κανείς το «Είναι έξω από το χρόνο» ή «το Είναι έξω από το χώρο», (σελ. 86-87).

Για τον Λένιν και γενικά για τους διαλεκτικούς υλιστές τα πράγματα υπάρχουν στον εξωτερικό κόσμο, στη Φύση και την κοινωνία, αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, και είναι πρωταρχικά σε σχέση με τη σκέψη και τη συνείδηση μας. Αντίθετα, όλες οι μορφές του ιδεαλισμού παίρνουν σαν αφετηρία την πρωταρχικότητα της σκέψης.

«Το κύριο γνώρισμα της φιλοσοφίας του Καντ, θα γράψει ο Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, είναι η συμφιλίωση του υλισμού και του ιδεαλισμού, ο συμβιβασμός ανάμεσά τους, η συνένωση σΆ ένα σύστημα ετερογενών, αντίθετων φιλοσοφικών κατευθύνσεων. Όταν ο Καντ δέχεται ότι στις παραστάσεις μας αντιστοιχεί κάτι που βρίσκεται έξω από μας, κάποιο πράγμα-καθεαυτό, είναι υλιστής. Όταν αυτό το πράγμα-καθεαυτό το χαρακτηρίζει αγνώσιμο, υπερβατικό, κάτι που ανήκει στο επέκεινα, ενεργεί σαν ιδεαλιστής», («¶παντα», τόμ. 18, σελ. 209).

Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του (1755), ο Καντ έγραψε τη Γενική Φυσική Ιστορία και Θεωρία του Ουρανού όπου διατύπωσε τη δική του κοσμολογική υπόθεση για τη διαμόρφωση και εξέλιξη του πλανητικού συστήματος από το πρώτο νεφέλωμα –μια θεωρία που κατά τον Έγκελς «ήταν η μεγαλύτερη πρόοδος που έκανε η αστρολογία από την εποχή του Κοπέρνικου. Γιατί για πρώτη φορά άρχισε να κλονίζεται η πεποίθηση ότι η Φύση δεν έχει καμιά ιστορία μέσα στο χρόνο».

Τα κύρια φιλοσοφικά έργα του Καντ ήταν: Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781), Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788), Κριτική της Κρίσης (1790). Και στα τρία αυτά έργα, ο Καντ διατυπώνει τη θεωρία για τα πράγματα όπως φαίνονται και τα πράγματα όπως πραγματικά είναι –«πράγματα-καθεαυτά». Ο Καντ ήταν ενθουσιώδης υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης. –Σελ. 23, 28, 40, 64.

Κερένσκι, Αλεξάντρ (1882-1970). Πρωθυπουργός στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρωσίας από τον Ιούλη ως τον Οκτώβρη του 1917. Δικηγόρος στο επάγγελμα, εκλέχτηκε για πρώτη φορά στη Δούμα το 1912. Οπαδός της εθνικής άμυνας το 1914. Μπήκε στο Σοσιαλ/Επαναστατικό Κόμμα το 1917 και εκπροσωπούσε πάντα τη δεξιά του πτέρυγα. Στην αρχή έγινε υπουργός Δικαιοσύνης, ύστερα υπουργός Στρατιωτικών και τέλος Πρωθυπουργός. Ανατράπηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση και κατέφυγε στο εξωτερικό. Πέθανε στις Ενωμένες Πολιτείες. –Σελ. 47, 49.

Κίροφ, Σεργκέι (1886-1934). Μέλος του Πολιτικού Γραφείου και ηγέτης του ΚΚΣΕ στο Λένινγκραντ. Υπηρετώντας τη σταλινική γραφειοκρατία, ο Κίροφ ανέβηκε με άλματα τα σκαλοπάτια της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας: για πρώτη φορά εκλέχτηκε στην ΚΕ στο Δωδέκατο Συνέδριο (Απρίλης 1923) και το Φλεβάρη του 1926, διορίζεται υπεύθυνος του Κόμματος στο Λένινγκράντ, ενάντια στους αντιπολιτευόμενους Τρότσκι και Ζινόβιεφ.

Το 1930, ο Κίροφ μπαίνει στο Π.Γ. και το Ά34 γίνεται γραμματέας του Οργανωτικού Γρα­φείου της ΚΕ και μέλος του Προεδρείου της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΣΣΔ.

Πολιτικά επικίνδυνος αντίπαλος του Στάλιν, ο Κίροφ δολοφονήθηκε την 1η του Δεκέμβρη 1934 με εντολή του ίδιου του Στάλιν, και η δολοφονία του στάθηκε το αναγκαίο επεισόδιο για να ξεκινήσει την πιο φοβερή τρομοκρατία ενάντια στους αντιπολιτευόμενους –τρομοκρατία που κατέληξε τελικά στις μεγάλες σκηνοθετημένες Δίκες της Μόσχας το 1936-1938.

Στη Μυστική Έκθεσή του στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Χρουστσόφ, αναφερόμενος «στα ακατανόητα και αινιγματικά σημεία» της υπόθεσης Κίροφ, γράφει στη σελ. 39:

«Υπάρχουν στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δολοφόνο του Κίροφ τον βοήθησε κάποιος από τους ανθρώπους που είχαν ως καθήκον να προστατεύουν τον Κίροφ... Είναι εξαιρετικά ύποπτο το γεγονός ότι την ώρα που ένας τσεκίστας της φρουράς του Κίροφ μεταφερόταν για ανάκριση, στις 2 Δεκεμβρίου του 1934, έπεσε θύμα αυτοκινητικού “δυστυχήματος”, χωρίς κανένας από τους συνοδούς του να πάθει τίποτα. Μετά τη δολοφονία του Κίροφ διευθυντικά στελέχη της Νι Κα Βε Ντε του Λένινγκραντ απολύθηκαν από τις θέσεις τους και καταδικάστηκαν σε πολύ ελαφρές ποινές, το 1937, όμως, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι τουφεκίστηκαν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η εκτέλεση τους έγινε για να χαθούν τα ίχνη της δολοφονίας του Κίροφ». –Σελ. 55.

Κριβίτσκι, Βάλτερ (1899-1941). Ένας από τους εξέχοντες ηγέτες των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών –υπεύθυνος για την Ευρώπη στη δεκαετία του Ά30. Ο στρατηγός Κριβίτσκι, όπως και ο Ίγκνας Ράις, ένας επίσης ανώτατος αξιωματούχος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών στη Δυτική Ευρώπη, διαχώρισαν τη θέση τους από το σταλινισμό, το καλοκαίρι του 1937, και ήρθαν σε επαφή με το τροτσκιστικό κίνημα –προσωπικά με τον ίδιο το γιο του Τρότσκι, Λεόν Σεντόφ, στο Παρίσι.

Ο Κριβίτσκι αποκάλυψε στον Σεντόφ ότι ο Στάλιν προετοιμάζει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Τρότσκι. Την ίδια στιγμή ο Ράις, αγανακτισμένος από τη σφαγή των παλιών μπολσεβίκων, κατάγγειλε δημόσια το Στάλιν και έστειλε πίσω τα παράσημά του, δηλώνοντας ότι προσχωρεί στο τροτσκιστικό κίνημα:

«Κάτω το ψέμα του “σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα”! Επιστρέφω στο διεθνισμό του Λένιν!...», έγραφε σΆ ένα γράμμα του στις 17 του Ιούλη 1937 προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ. «Όχι, δεν μπορώ πια. Ξαναπαίρνω την ελευθερία μου. Ξαναγυρνάω στον Λένιν, στα διδάγματα και στην πράξη του. Εννοώ να αφιερώσω τις φτωχές δυνάμεις μου στην υπόθεση του Λένιν: θέλω να παλέψω, γιατί μόνο η δική μας νίκη –η νίκη της προλεταριακής επανάστασης– θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον καπιταλισμό και τη Σοβιετική Ένωση από το σταλινισμό», (δες «Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση», Νο 7, Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1976, σελ. 81).

Ο Στάλιν κινητοποίησε αμέσως το δολοφονικό μηχανισμό του και στις 4 του Σεπτέμβρη 1937 η Γκε Πε Ου δολοφονεί τον Ράις σε μια ενέδρα που του έχει στήσει στη Λοζάνη.

Ο έμπειρος Κριβίτσκι αισθάνεται αμέσως τον κίνδυνο. Και ενώ προετοιμαζόταν μια συνάντησή του με τον Λεόν Τρότσκι, ο Κριβίτσκι εξαφανίζεται. Στις 18 του Φλεβάρη του 1938, δυο μέρες μετά τη δολοφονία του Λ. Σεντόφ, στο Παρίσι, ο Κριβίτσκι στέλνει από την Αμερική ένα συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον Τρότσκι όπου γράφει: «Συμμερίζομαι τη θλίψη σας, Βάλτερ».

Ο Τρότσκι τον ψάχνει παντού. Και η αναζήτηση αυτή αποκτά ένα χαρακτήρα επειγότητας όταν λαβαίνει δυο ανώνυμα γράμματα που του αποκαλύπτουν τη διείσδυση πρακτόρων της Γκε Πε Ου στο γαλλικό τμήμα της Αντιπολίτευσης –συγκεκριμένα καταγγέλλουν τον «Μαρκ» (Ετιέν Ζμπορόβσκι) που ήταν ο πιο στενός συνεργάτης τού ήδη δολοφονημένου Λεόν Σεντόφ στο Παρίσι. Το πρώτο έχει σταλθεί στις 27/12/38 από τη Νέα Υόρκη, ενώ το δεύτερο, που στάλθηκε από το Σαν Φρανσίσκο, έφθασε στο Μεξικό στις αρχές του Μάη 1939, και ο Τρότσκι νομίζει ότι και τα δυο αυτά γράμματα τα έχει στείλει ο στρατηγός Β. Κριβίτσκι.

Αμέσως γράφει στο δικηγόρο του, Γιαν Φράνκελ, στην Αμερική να κάνει ότι μπορεί για να τον βρει. Ανάμεσα σΆ άλλα γράφει: «...Τι συμφέρον μπορεί να έχει ο Β., ώστε να δρα με τόσο αινιγματικό τρόπο; Πιστεύω ότι δεν μας εμπιστεύεται. Γνωρίζει μερικούς πράκτορες στο περιβάλλον μας... Σχεδιάζαμε ο Β. να με συναντήσει και να μου πει ότι γνώριζε. Αλλά στη συνέχεια, κάποια παράξενη επιρροή τον έκανε να αλλάξει στάση... Ακόμα κι αν δεν είναι ο συγγραφέας του γράμματος, γνωρίζει ότι προετοιμάζονται διάφορες απόπειρες, όπως και πολλά άλλα πράγματα. Πρέπει να μιλήσει... Φυσικά είμαι έτοιμος να τον συναντήσω σε συνθήκες που θα του εξασφαλίζουν πλήρη ασφάλεια...»

.

Τελικά, ο Βάλτερ Κριβίτσκι βρέθηκε, αλλά δεν ήταν αυτός ο συγγραφέας των γραμμάτων. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα από την έρευνα της Διεθνούς Επιτροπής: Τα Ζητήματα Ασφάλειας και η Τέταρτη Διεθνής, τα γράμματα με τις καταγγελίες (το πρώτο μόνο έχει δημοσιευτεί) τα είχε στείλει ο στρατηγός Αλεξάντερ Ορλόφ, ο υπεύθυνος της Γκε Πε Ου στην Ισπανία, που όταν τον ανακάλεσε ο Στάλιν, ζητώντας του να επιστρέψει στη Μόσχα (φυσικά για εκτέλεση), ο Ορλόφ κατάφυγε στην Αμερική (δες και τη σημείωση 2Γ, ΠΟΥΜ).

Η συνάντηση τελικά δεν έγινε –τους πρόλαβε και τους δυο το δολοφονικό χέρι του Στάλιν: ο Λεόν Τρότσκι δολοφονήθηκε στις 20 του Αυγούστου 1940 μέσα στο σπίτι του στο Μεξικό και ο στρατηγός Κριβίτσκι βρέθηκε δολοφονημένος με μια σφαίρα στον κρόταφο σΆ ένα ξενοδοχείο της Ουάσιγκτον, στις 11 του Φλεβάρη 1941.

Κλείνοντας, πρέπει να αναφέρουμε την έρευνα που έκανε ο Ελβετός ιστορικός Πέτερ Ιμπέρ το 1991 στα Αρχεία της Μόσχας και που δημοσιεύτηκε στο βδομαδιάτικο σοβιετικό περιοδικό «Νέοι Καιροί» (Νο 21). Ο Π.Ιμπέρ γράφει: «Ο Ίγκνας Ράις και ο Βάλτερ Κριβίτσκι έλαμψαν στη Διεύθυνση Κατασκοπείας του Κόκκινου Στρατού (GRU). Δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους μυστικό πράκτορα με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, αποκαλούσαν τον εαυτό τους στρατιώτη της παγκόσμιας επανάστασης...».

Την ίδια στιγμή, η έρευνα του Ιμπέρ επιβεβαίωσε όλα τα στοιχεία που είχε φέρει στο φως η έρευνα της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς. Οι δολοφόνοι της Λοζάνης είναι: οι Μαρκ Ζμπορόβσκι, Ρενάτα Στάινερ, Νικολάι Σμιρένσκι και Σεργκέι Εφρόν, με εκτελεστή τον Ρολάν Αμπιάτ. Οι ελβετικές αρχές ήξεραν βέβαια από τότε (1937) τους δολοφόνους και είχαν στα χέρια τους όλα τα στοιχεία της συνωμοσίας, αλλά όπως γράφει απΆ έξω ο ακόμα κλειστός Φάκελός τους στα Αρχεία της Μόσχας (σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες του Πέτερ Ιμπέρ): «Η δημοσίευσή τους είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της Ελβετίας». Και ο πραγματικός δολοφόνος, ο Στάλιν, είχε τους «δικούς του λόγους» να σεβαστεί την επιθυμία των συνεταίρων του! Κράτησε σφραγισμένο το Φάκελο των ελβετικών αρχών μαζί με δυο άλλους σημαντικούς Φακέλους –τον προσωπικό υπηρεσιακό Φάκελο του Ίγκνας Ράις στα αρχεία της GRU και το Φάκελο του υπουργείου Εξωτερικών που περιέχει την εντολή για τη δολοφονία του Ράις. –Σελ. 34.

Λάιον, Εβγκένι (γεννήθηκε το 1898). Αμερικανός ριζοσπάστης συγγραφέας και δημοσιογράφος στις δεκαετίες του Ά20 και του Ά30. Συγχυσμένος από το σταλινισμό, αρνήθηκε το Μαρξισμό. –Σελ. 34.

Λάργκο, Καμπαλέρο Φρανθίσκο (1869-1946). Ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ισπανίας (μέλος του Κόμματος από το 1894, έγινε πρόεδρός του το 1932). Ίδρυσε τη συνομοσπονδία Γενική Ένωση Εργατών, της οποίας ήταν γενικός γραμματέας από το 1918 μέχρι το Μάη του 1937 που τον καθαίρεσαν οι σταλινικοί.

Η αναρχοσυνδικαλιστική επιρροή που κουβαλούσε από τα νιάτα του και οι δημοκρατικές του αυταπάτες δεν τον εμπόδισαν σαν μαχητή να πάρει 4 φορές το δρόμο της εξορίας από το 1909 μέχρι το 1917. Με την κατηγορία ότι «υποκίνησε αιματηρές απεργιακές ταραχές» καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 1917. Απελευθερώθηκε τον επόμενο χρόνο που εκλέχτηκε βουλευτής.

Πρωταγωνιστής στην πάλη για την κατάργηση της μοναρχίας, έγινε με την ανατροπή της, το 1931, υπουργός Εργασίας στην προσωρινή κυβέρνηση του Θαμόρα (Δημοκρατικό Φιλελεύθερο Κόμμα). Αλλά η Δημοκρατία ήταν, φυσικά, στην υπηρεσία της φιλελεύθερης αστικής τάξης, δεν πήρε κανένα μέτρο υπέρ των εργαζομένων και έτσι στις εκλογές του 1933 κυριάρχησε το Ριζοσπαστικό Κόμμα και διάφορες υπερδεξιές φιλοφασιστικές δυνάμεις που συσπειρώθηκαν στην Ομοσπονδία Αυτόνομων Δικαιωμάτων (CECA) με αρχηγό τους ένα φασιστόμουτρο, τον Τζιλ Ρόμπλες.

Όταν η CECA μπήκε στην κυβέρνηση, τον Οκτώβρη του 1934, ο Καμπαλέρο, επικεφαλής της Γενικής Ένωσης Εργατών, κάλεσε σε γενική απεργία για την ανατροπή της –απεργία που στην Αστουρία, στην περιοχή των Βάσκων, στην Καταλονία, στη Μαδρίτη κτλ., εξελίχτηκε σε ένοπλη εξέγερση. Ακολουθεί η καταστολή του κινήματος από τα αποικιακά στρατεύματα του στρατηγού Φράνκο (δες σημείωση 4Β, Ισπανική Επανάσταση και το βιογραφικό του Φράνκο) και ο Καμπαλέρο συλλαμβάνεται και κλείνεται γιΆ άλλη μια φορά στη φυλακή.

Απορρίπτοντας το Μαρξισμό, οι σταλινικοί έχουν υιοθετήσει από το 1935 τη συμμαχία με τους αστούς δημοκράτες, το λεγόμενο Λαϊκό Μέτωπο, μα ο Καμπαλέρο, ξεκινώντας εμπειρικά από την ασυνέπεια των αστικών δημοκρατικών κομμάτων στις συνεργασίες των προηγούμενων χρόνων, αρνείται κάθε συνεργασία μαζί τους. Αλλά ο εμπειρισμός οδηγεί πάντα στην καταστροφή –ο Καμπαλέρο, κάτω από την εμμονή, ιδιαίτερα της δεξιάς πτέρυγας του Κόμματός του, υποκύπτει στις πιέσεις και η συμφωνία για το Λαϊκό Μέτωπο υπογράφεται, τελικά, κι από τον ίδιο στις 15 του Γενάρη 1936. Και πώς να αντισταθεί ο Καμπαλέρο όταν εκπαιδευμένοι μαχητές, όπως ο ίδιος ο Νιν, υπόγραψαν, έστω και με «επιφύλαξη», αυτή τη συμφωνία;

Στο Λαϊκό Μέτωπο συμμετέχουν: το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Γενική Ένωση Εργατών (UGT), το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Αριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η Δημοκρατική Συμμαχία, η Βασκική Εθνική Δράση, δυο μικρά εθνικιστικά κόμματα της Καταλονίας, μια τάση των αναρχικών συνδικάτων (CNT), το ΠΟΥΜ και διάφοροι άλλοι μικρότεροι πολιτικοί σχηματισμοί.

Στις εκλογές του Φλεβάρη, το Λαϊκό Μέτωπο πήρε 268 από τις 480 έδρες της βουλής, αλλά στις κυβερνήσεις που ακολουθούν μέχρι το Σεπτέμβρη (Μάνουελ Αθάνια, Κασάρες Κιρόγκα και Χοσέ Γκιράλ), το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Καμπαλέρο, παρΆ ότι τις στηρίζει, αρνείται να πάρει μέρος. Τελικά, στις 4 του Σεπτέμβρη 1936 ο Λάργκο Καμπαλέρο γίνεται Πρωθυπουργός στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου!

Το Μάη του 1937, οι σταλινικοί τον ξηλώνουν και τον θέτουν υπό κράτηση γιατί αρνήθηκε να μπει στην υπηρεσία τους και να θέσει εκτός νόμου το ΠΟΥΜ (δες τη σημείωση 2Γ) και τους αναρχικούς και να αποκλείσει από την κυβέρνηση τούς εκπροσώπους τους, όπως απαιτούσαν. Παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Νεγκρίν –έναν δεξιό σοσιαλιστή ηγέτη.

Καταθέτοντας στη δίκη του ΠΟΥΜ, ο Καμπαλέρο δήλωσε: «Μου ζητήθηκε επίμονα η διάλυση του ΠΟΥΜ. Δεν το δέχτηκα ποτέ. Δεν αγωνίστηκα 50 ολόκληρα χρόνια για τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργατών για να αποπειραθώ να διαπράξω κάτι τέτοιο ενάντια σΆ αυτά τα δικαιώματα».

Παροπλισμένος πολιτικά, ο Λάργκο Καμπαλέρο κατέφυγε, με την επικράτηση του Φράνκο, το 1939, στη Γαλλία. Το 1943 συλλαμβάνεται από τους χιτλερικούς και κλείνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1945 και πέθανε στο Παρίσι τον επόμενο χρόνο. –Σελ. 60.

Λασάλ, Φερντινάντ (1825-1864). Γερμανός σοσιαλιστής. Ιδρυτής της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ένωσης που αργότερα (το Μάη του 1875) ενώθηκε με τους μαρξιστές, το Σοσιαλ/Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, με ηγέτες τον Β. Λίμπκνεχτ και τον Α. Μπέμπελ, και αποτέλεσαν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας.

Στον οπορτουνισμό του Λασάλ και των οπαδών του έκαναν σκληρή κριτική οι κλασικοί του Μαρξισμού (δες Κριτική του Προγράμματος της Γκότα). Σε γράμμα του προς τον Κ. Κάουτσκι στις 23/2/1891, ο Έγκελς τον αποκαλεί: «Πρώσο χυδαίο δημοκράτη με έντονες βοναπαρτιστικές τάσεις». Ενώ ο Μαρξ έγραψε μετά το θάνατό του (ο Λασάλ σκοτώθηκε σε μονομαχία) ότι «ο τραγικός αυτός θάνατος του Λασάλ έθεσε τέρμα στην πορεία της πλήρους εγκατάλειψης των νεανικών του ιδανικών».

Ο Λασάλ είχε τόσο πολύ κατρακυλήσει που είχε έρθει σε μυστικές συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις με τον Μπίσμαρκ. –Σελ. 54.

Λένιν, Βλαντίμιρ Ιλίτς (Ουλιάνοφ, 1870-1924). Ιδρυτής του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Επαναστάτης διεθνιστής, πάλεψε ενάντια στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηγήθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και οδήγησε την εργατική τάξη στην κατάληψη της εξουσίας. Εγκαθίδρυσε το πρώτο στον κόσμο εργατικό κράτος και θεμελίωσε την Τρίτη (Κομμουνιστική) Διεθνή. Τα «¶παντά» του είναι μια μεγάλη προσφορά στον απελευθερωτικό αγώνα της διεθνούς εργατικής τάξης. –Σελ. 33, 39, 41, 47-48, 50, 65-66, 68.

Λίμπκνεχτ, Καρλ (1871-1919). Γιος του Βίλχελμ. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φ.Μέριγκ, την Κ.Τσέτκιν, τον Β.Γιόγκισες κλπ., αποτέλεσαν την αριστερή πτέρυγα της Γερμανικής Σοσιαλ-δημοκρατίας.

Ο Λίμπκνεχτ ήταν ο οργανωτής της Σοσιαλιστικής Διεθνούς των Νέων, στα χρόνια που προηγήθηκαν από τον πόλεμο του 1914. Στη διάρκεια του πολέμου, σαν βουλευτής του Ράιχσταγκ, ψήφισε ενάντια στις πολεμικές πιστώσεις, το Δεκέμβρη του 1914. Σε μια αντιπολεμική διαδήλωση, που είχε οργανώσει στο Βερολίνο, πιάστηκε και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα.

Απόκτησε μια παγκόσμια φήμη για την επαναστατική-διεθνιστική αδιαλλαξία του, την αντιπολεμική πάλη του και το σύνθημά του: «Ο κύριος εχθρός είναι μέσα στην ίδια μας τη χώρα». Ίδρυσε και διεύθυνε, μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Ένωση του Σπάρτακου, από την οποία γεννήθηκε το 1918-19 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Όταν απελευθερώθηκε από την ανερχόμενη γερμανική επανάσταση, το Νοέμβρη του ΅18, έριξε το σύνθημα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.

Η «Κόκκινη Σημαία», η εφημερίδα του Σπάρτακου, που έκδιδε μαζί με τη Λούξεμπουργκ, είχε μια τεράστια απήχηση στη γερμανική εργατική τάξη. Ο Λίμπκνεχτ ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των εξεγερμένων εργατών του Βερολίνου με πρωτοπορία τους Σπαρτακιστές το 1918-19. Το κύριο σύνθημα της γερμανικής μπουρζουαζίας ήταν: σκοτώστε τους ηγέτες. Έτσι, ο Καρλ Λίμπκνεχτ συνελήφθη στις 15 του Γενάρη 1919 και δολοφονήθηκε την ίδια μέρα. –Σελ. 68.

Λιούις, Τζον (1880-1969). Συνδικαλιστής. Έγινε πρόεδρος της Ένωσης Εργατών Ορυχείων στη δεκαετία του Ά20 και έμπασε το Κογκρέσο Βιομηχανικών Εργατών (CIO) στην Αμερικάνικη Συνομοσπονδία Εργασίας. –Σελ. 30.

Λίνκολν, Αβραάμ (1809-1865). Ο 16ος πρόεδρος των Ενωμένων Πολιτειών που ηγήθηκε των Βορείων στον Εμφύλιο Πόλεμο της Αμερικής. Εκφράζοντας τα συμφέροντα της ανερχόμενης φιλελεύθερης αστικής τάξης, υπερασπίστηκε με συνέπεια τη διεύρυνση των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Παρά τις αρχικές ταλαντεύσεις του, στάθηκε αδιάλλακτος εχθρός της δουλείας και πάλεψε για την απελευθέρωση των μαύρων: ο αναχρονιστικός αυτός θεσμός ήταν το κύριο εμπόδιο στην ανάπτυξη της αμερικάνικης κοινωνίας. Η ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία των Βορείων Πολιτειών χρειαζόταν άμεσα τους μαύρους εργάτες του Νότου.

Το 1860 ο Λίνκολν εκλέχτηκε πρόεδρος των ΕΠΑ. Και η εκλογή του ανάγκασε τους δουλοκτήτες των Νοτίων Πολιτειών να εξεγερθούν και να αποσχισθούν από την Ένωση. Εννιά Πολιτείες του Νότου σχημάτισαν το δικό τους κράτος (Ομοσπονδιακές Πολιτείες της Αμερικής). Έτσι ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος που κράτησε από το 1861 μέχρι το 1865 και στον οποίο ηγήθηκε ο πρόεδρος Λίνκολν. Το Μάη του 1862, ο Λίνκολν υιοθέτησε την πράξη Χομστέιντ που έδινε στον κάθε αμερικανό πολίτη το δικαίωμα στη γη (αγροτικός οικογενειακός κλήρος).

Η διακήρυξη της κατάργησης του θεσμού της δουλείας στις 22 του Σεπτέμβρη 1862 σήμανε την εξέγερση των δούλων, που προσχώρησαν μαζικά στο στρατό των Βορείων, και καθόρισε την έκβαση της σύγκρουσης. Το 1864, ο Λίνκολν εκλέγεται ξανά πρόεδρος των ΗΠΑ και με μια επαναστατική πολιτική κυριολεκτικά σύντριψε τις δυνάμεις των δουλοκτητών και επέβαλε την κατάργηση της δουλείας σε όλη τη χώρα.

Εκφράζοντας τον εξεγερμένο λαό του Βορρά, ο Λίνκολν δεν δίστασε μπροστά στα πιο σκληρά μέτρα. «Ο λαός, θα γράψει ο Τρότσκι, που εκπροσωπούνταν από τα πιο δημοκρατικά στοιχεία, ήταν επιρρεπής στα ακραία μέτρα. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε στο Βορρά μια αποφασιστική πλειοψηφία και όλοι εκείνοι που ήταν ύποπτοι για χωριστικές τάσεις, δηλαδή που υποστήριζαν τις διασπαστικές Πολιτείες του Νότου, έγιναν αντικείμενο βίας... Ο πληθυσμός κατάλαβε επανειλημμένα και κατάστρεψε τα γραφεία και τα τυπογραφεία των εφημερίδων που υποστήριζαν τους εξεγερμένους δουλοκτήτες», (Τρότσκι: Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, σελ. 96).

Λίγες μέρες πριν την ολοκληρωτική νίκη του, τον Απρίλη του 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν δολοφονήθηκε από τον ηθοποιό Τζον Μπουθ –έναν φανατικό πράκτορα των δουλοκτητών– αλλά η πάλη του ενάντια στη δουλεία ήταν το μεγάλο βήμα της προόδου για τον αμερικάνικο λαό. –Σελ. 43.

Λόβστοουν, Τζέι (γεννήθηκε το 1898). Ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής στη δεκαετία του Ά20. Διαφώνησε και σχημάτισε μια δεξιά αντιπολιτευτική φράξια –διαγράφηκε το 1929.

Στη σύγκρουση των τροτσκιστών με τη μικροαστική αντιπολίτευση των Μπάρναμ/Σάχτμαν, στην Αμερική το 1939-40, ο Λόβστοουν και η ομάδα του επεμβήκανε υπέρ της αντιπολίτευσης. Οι λοβστονιστές ήταν μια κλίκα, μια ομάδα χωρίς αρχές που έβγαζε την εφημερίδα «Ο Αιώνας των Εργατών».

Στο βιβλίο του, Η Πάλη για ένα Προλεταριακό Κόμμα, ο Τζέιμς Κάνον γράφει: «Ένα κλασικό παράδειγμα μιας τέτοιας ομάδας, από την αρχή μέχρι το άθλιο τέλος της στην ουρά του αμερικάνικου ριζοσπαστισμού, είναι η ομάδα που καλείται “Λοβστονιστές”. Αυτή η ομάδα που πήρε το όνομά της από τον αχαρακτήριστο τυχοδιώκτη που ήταν ο ηγέτης της, δηλητηρίαζε και διέφθειρε το αμερικανικό κομμουνιστικό κίνημα για πολλά χρόνια με τους χωρίς αρχές και ανόητους φραξιονιστικούς αγώνες που γινόντουσαν για να εξυπηρετήσουν προσωπικούς σκοπούς και προσωπικές φιλοδοξίες...», (δες την έκδοση «Σπάρτακος» του βιβλίου του Κάνον, σελ. 132-133).

Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Λόβστοουν έγινε συμβουλάτορας της αμερικάνικης κυβέρνησης. –Σελ. 36.

Λούθηρος, Μαρτίνος (1483-1546). Γερμανός θεολόγος και μεταρρυθμιστής, ιδρυτής του γερμανικού Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος άρχισε την πάλη του ενάντια στον πάπα και την καθολική εκκλησία, με την εναντίωσή του στα συχωροχάρτια (indulgentia) που είχαν αρχίσει να πουλούν στους γερμανούς πιστούς για να συγκεντρώσουν χρήματα και να συνεχίσουν έτσι το χτίσιμο του ναού του αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Η αγανάκτηση που είχε ήδη συσσωρευτεί από τους υπέρογκους εκκλησιαστικούς φόρους που εισέπραττε ο πάπας από ολόκληρη τη γερμανική αυτοκρατορία για να χρηματοδοτήσει την πολυτέλεια και τη σπατάλη της ρωμαϊκής καθολικής αυλής, οδηγήθηκε έτσι στην έκρηξη.

Το 1517, ο Λούθηρος θυροκόλλησε τις «95 Θέσεις» του στην εκκλησία της Βιτεμβέργης με τις οποίες απόρριπτε τα βασικά δόγματα και τη συνολική δομή της Καθολικής Εκκλησίας –απόρριπτε το καθολικό δόγμα ότι η εκκλησία και ο κλήρος ήταν οι μεσολαβητές ανάμεσα στους ανθρώπους και το θεό και αρνούνταν την κυριαρχία του πάπα και την ισχύ των παπικών διαταγμάτων και εγκυκλίων στη Γερμανία. Ζητούσε την κατάργηση της αγαμίας του κλήρου και κατάγγειλε τις απαιτήσεις της Ρώμης για μια «πνευματική ηγεσία υπεράνω πάσης κοσμικής ηγεσίας».

Βασισμένος στην άνοδο και την υποστήριξη του λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα των χωρικών, αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο εκκλησιαστικό δικαστήριο της Ρώμης, κι όταν ο πάπας τον αφόρισε (1520) έκαψε δημόσια την παπική αυτή βούλα στο προαύλιο του πανεπιστημίου της Βιτεμβέργης, όπου και ήταν καθηγητής θεολογίας από το 1512, διακηρύσσοντας ότι ο αγώνας κατά της παπικής κυριαρχίας ήταν υπόθεση όλου του γερμανικού έθνους. Και συνέχισε να καλεί το λαό σε εξέγερση και τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες να βοηθήσουν για να βάλουν ένα τέλος στο παιχνίδι τους –«με τα όπλα, όχι με τα λόγια», συμπλήρωνε.

«Αφού τιμωρούμε, διακήρυσσε, τους κλέφτες με το σπαθί, τους δολοφόνους με το σκοινί, τους αιρετικούς με τη φωτιά, γιατί δεν ριχνόμαστε πολύ περισσότερο σΆ αυτούς τους βλαβερούς δασκάλους της διαφθοράς, τους πάπες, τους καρδινάλιους και όλο το πλήθος των ρωμαϊκών Σοδόμων με κάθε είδους όπλα, πλένοντας τα χέρια μας στο αίμα τους;», (Το απόσπασμα αυτό το παραθέτει ο Έγκελς στο βιβλίο του: Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία, παίρνοντάς το από τη Γενική Ιστορία του Πολέμου των Χωρικών του Τσίμερμαν, τόμ. 1ος, σελ. 364-365).

Αλλά ο Λούθηρος προχώρησε, έτσι, πολύ μακριά –οι καταπιεσμένοι αγρότες ξεσηκώθηκαν παντού, θεωρώντας την ανταρσία του ενάντια στον πάπα σαν σύνθημα δράσης για την ανατροπή ενός κοινωνικού καθεστώτος που τους καταπίεζε κάτω από τις ευλογίες της Καθολικής Εκκλησίας. Αρνούνται να πληρώσουν φόρους, εξοπλίζονται και αρχίζουν να λεηλατούν και να πυρπολούν μοναστήρια και πύργους. Με ηγέτες τον Τόμας Μίντσερ και τους άλλους επαναστάτες κληρικούς οργανώνονται στρατοί ολόκληροι και δίνονται αιματηρές μάχες με τους πρίγκιπες και το καθεστώς της παπαδοκρατίας.

Ο Λούθηρος έκανε αμέσως στροφή 180 μοιρών και το 1520-21 αποκήρυξε όχι μόνο τους χωρικούς και τον Τόμας Μίντσερ, αλλά και τους συνεπείς αστούς ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές τύπου Κάρλσταντ, πέταξε το ριζοσπαστισμό του και εγκαταστάθηκε στον πύργο του Φρειδερίκου του 3ου. Κάτω από την προστατευτική σκιά του δούκα της Σαξονίας διακήρυσσε τώρα ότι η χριστιανική ελευθερία νοείται ως πνευματική ελευθερία κι έτσι συμβιβάζεται απόλυτα με τη φυσική έλλειψη της ελευθερίας. Στήριξε ανοικτά την εξουσία των πριγκίπων και όταν η εξέγερση των χωρικών γενικεύτηκε (1524-1525) κάλεσε την κοσμική εξουσία να υπερασπιστεί το κοινωνικό καθεστώς με τη δύναμη των όπλων: «Πρέπει να τσακιστούν, να στραγγαλιστούν, να σφαχτούν φανερά και κρυφά απΆ όποιον μπορεί να το κάνει, όπως θα σκότωνε κανείς ένα λυσσασμένο σκυλί», έγραφε το 1525 σΆ ένα φυλλάδιο του ο «δόκτωρ Μαρτίνος», που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Ενάντια στα Δολοφονικά και Ληστρικά Στίφη των Αγροτών».

Έτσι, κάτω από την προτροπή και τις ευλογίες του Λούθηρου σφάχτηκαν οι επαναστατημένοι αγρότες και αποκαταστάθηκε το καθεστώς της δουλοπαροικίας που βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, (δες και την σημείωση 8Α, Οι Επαναστατημένοι Χωρικοί). –Σελ. 25.

Λούντβιχ, Εμίλ (1881-1948). Γερμανο-Εβραίος δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε πολλές βιογραφίες: Γκέτε, Ρέμπραντ, Ναπολέων, Λίνκολν, Μπίσμαρκ, Μπετόβεν, Σλίμαν κλπ. –Σελ. 43.

Λούντεντορφ, Έριχ (1865-1937). Γερμανός στρατηγός –κλασικός εκπρόσωπος του πρω­σικού μιλιταρισμού. Αποφοίτησε από τη σχολή δοκίμων αξιωματικών το 1884. Αρχηγός του γερμανικού επιτελείου το 1914, υπαρχηγός του αρχιστράτηγου Χίντεμπουργκ το 1916. Διαφώνησε με τη γερμανική συνθηκολόγηση το 1918. Μαζί με το Χίτλερ σκάρωσαν ένα πραξικόπημα το 1923 στο Μόναχο, αλλά απέτυχαν. Το 1924, ο Λούντεντορφ κατέβηκε στις εκλογές με το ψηφοδέλτιο του Χίτλερ και εκλέχτηκε βουλευτής των Εθνικοσοσιαλιστών. Αργότερα όμως ήρθε σε ρήξη μαζί τους και εγκατάλειψε κάθε σχέση με την πολιτική, παραμένοντας στην αφάνεια μέχρι το θάνατό του, σχεδόν ξεχασμένος ακόμα και στα χρόνια του ΓΆ Ράιχ. –Σελ. 49.

Λούξεμπουργκ, Ρόζα (1871-1919). Ήταν από τους ιδρυτές του Σοσιαλ/Δημοκρατικού Κόμματος Πολωνίας. Ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της Γερμανικής Σοσιαλ/Δη­μοκρατίας, πολέμησε το ρεβιζιονισμό και το σοσιαλπατριωτισμό μέσα στο Κόμμα. Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ οργάνωσε την Ένωση Σπάρτακος που αργότερα έγινε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.

Για την πάλη της ενάντια στον πόλεμο, φυλακίστηκε το 1915. Ελευθερώθηκε από την ανερχόμενη επανάσταση το Νοέμβρη του 1918. Δολοφονήθηκε από τους σοσιαλπροδότες ηγέτες το Γενάρη του 1919 όταν έπνιξαν στο αίμα την εξέγερση του Σπάρτακου.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο –ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της μεγάλης αυτής επαναστάτριας είναι: Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου. –Σελ. 68.

Μακμαόν, Μαρί (1808-1893). Μοναρχικός γάλλος στρατάρχης, γενικός κυβερνήτης της Αλγερίας από το 1864 μέχρι το 1870. Στον Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1870-71 οδήγησε από ήττα σε ήττα τα γαλλικά στρατεύματα: στη Βερτ, στο Σεντάν, παντού. Όλες του τις ικανότητες τις φύλαξε για τους γάλλους εργάτες –επικεφαλής των αντεπαναστατικών δυνάμεων των Βερσαλιών έπνιξε την Κομμούνα του Παρισιού στο αίμα το 1871.

Έγινε Πρόεδρος της Γαλλίας το 1873. Παραμερίστηκε το 1879, ύστερα από την κατάστολή του πραξικοπήματος που με τη συμμετοχή του οργανώθηκε το 1877 για την παλινόρθωση της μοναρχίας κι αφού οι μοναρχικοί είχαν χάσει την πλειοψηφία που διάθεταν στη γερουσία (δες επίσης τις σημειώσεις 1Β και 2Β, Κομμούνα του Παρισιού και Βερσαγιέζοι). –Σελ. 44.

Μαρξ, Καρλ (1818-1883). Επαναστάτης ηγέτης της παγκόσμιας εργατικής τάξης που μαζί με τον Έγκελς θεμελίωσαν τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ίδρυσε την Πρώτη Διεθνή, διατύπωσε τις καταστατικές της αρχές, επεξεργάστηκε τα προγραμματικά ντοκουμέντα της και στάθηκε πρωτοπόρος καθοδηγητής των αγώνων της. Το Κεφάλαιο ήταν η μεγάλη του προσφορά στην ανθρωπότητα. –Σελ. 23, 44, 68.

Μαχ, Ερνστ (1838-1916). Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος, υποκειμενικός ιδεαλιστής και ο κύριος εκπρόσωπος και θεμελιωτής του εμπειριοκριτικισμού (νεοθετικισμού). Δίδασκε μαθηματικά και φυσική στα πανεπιστήμια του Γκρας και της Πράγας και αργότερα φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Βιένης.

Σαν φυσικός, ο Μαχ έκανε σημαντικές μελέτες, ιδιαίτερα στα αεροδυναμικά φαινόμενα και τις υπερηχητικές ταχύτητες των βλημάτων. Έκανε πολλές ανακαλύψεις, όπως τα «κρουστικά κύματα», και σύνδεσε έτσι το όνομά του με πολλές επιστημονικές έννοιες και μεγέθη: αριθμός του Μαχ, γωνία του Μαχ, κώνος του Μαχ κλπ.

Αλλά, η τεράστια πρόοδος και τα άλματα που έγιναν στις φυσικές επιστήμες στο γύρισμα του αιώνα, βρέθηκαν σε πλήρη διάσταση με τον τυπικό ιδεαλιστικό τρόπο με τον οποίο ο Μαχ και πολλοί άλλοι επιστήμονες κατανοούσαν την αντικειμενική πραγματικότητα. Πιστοί στις μεταφυσικές «υλιστικές» έννοιες και κατηγορίες τους, οι επιστήμονες αυτοί κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι η «ύλη εξαφανίστηκε», όταν βρέθηκαν μπροστά στις αλλαγμένες μορφές της δομής της ύλης που οι νέες ανακαλύψεις είχαν φέρει στην επιφάνεια.

ΣΆ ολόκληρη την Ευρώπη είχε διαδοθεί τότε ο μαχισμός, η φιλοσοφία της «κριτικής εμπειρίας», ο λεγόμενος εμπειριοκριτικισμός, που, καθώς ισχυρίζονταν οι κορυφαίοι εκπρόσωποί του, είχε ξεπεράσει τις «μονομέρειες» τόσο του υλισμού όσο και του ιδεαλισμού. Για τον ίδιο τον Μαχ ο κόσμος ήταν ένα σύμπλεγμα αισθημάτων και αντιλήψεων που το καθήκον της επιστήμης ήταν να το περιγράψει. Διακήρυσσε ότι η Φυσική ασχολείται με την αλληλουχία των αισθημάτων κι όχι με την αλληλουχία των πραγμάτων καθώς αυτά αντανακλούνται στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου.

Όπως τονίζει ο Λένιν, από το 1883 κιόλας ο Μαχ γράφει στη Μηχανική του (Μηχανική –Ιστορικοκριτικό Δοκίμιο της Ανάπτυξης της, Λειψία 1897, σελ. 473):

«Τα αισθήματα δεν είναι “σύμβολα των πραγμάτων”. Μάλλον το “πράγμα” είναι νοητό σύμβολο ενός συμπλέγματος αισθημάτων σχετικά σταθερού. Δεν είναι τα πράγματα (σώματα), παρά τα χρώματα, οι ήχοι, οι πιέσεις, οι χώροι, οι χρόνοι (ότι συνήθως ονομάζουμε αισθήματα) που αποτελούν τα πραγματικά στοιχεία του κόσμου», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 18, σελ. 33-34, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Οι υποκειμενικές ιδεαλιστικές αυτές αντιλήψεις βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην καθυστέρηση της τσαρικής απολυταρχίας και ιδιαίτερα στις αντεπαναστατικές ιδεολογικές μορφές που είχαν επιβληθεί, μετά την καταστολή της επανάστασης του 1905, στις επιστήμες, στη φιλοσοφία, στην κουλτούρα.

Μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων και διανοουμένων, που περιλάμβανε στους κόλπους της ακόμα και κορυφαίους ηγέτες του Κόμματος (μπολσεβίκους και μενσεβίκους) –Α.Μπογκντάνοφ, Β.Μπαζάροφ, Α.Λουνατσάρσκι, Ν.Βαλεντίνοφ, Π.Γιουσκέβιτς κλπ.–προσχώρησαν στο μαχισμό και άρχισαν μια βίαιη επίθεση στον υλισμό, στην «¶για ύλη», όπως περιφρονητικά έλεγαν.

Η κρίση στις φυσικές επιστήμες δεν ήταν βέβαια ένα ρωσικό ζήτημα. Όμως ήταν αυτή η κατάσταση που καθόρισε το κύριο καθήκον και την επειγότητα με την οποία ο Λένιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα έπρεπε να αναμετρηθούν, και μάλιστα μέχρι τέλους, με τους ιδεαλιστές αντιπάλους τους, υπερασπίζοντας το μαρξισμό. Ολόκληρο σχεδόν το 1908, ο Λένιν το αφιέρωσε στη μελέτη και την καταπολέμηση των μαχιστών, γράφοντας τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό. Η συνεισφορά των συμμάχων του και ειδικά του Πλεχάνοφ, αν και τόσο αναγκαία, ήταν πολύ περιορισμένη, γιατί ο Πλεχάνοφ δεν μπορούσε να συνδέσει άμεσα τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μαχ με την κρίση στις φυσικές επιστήμες και απλά αντιπαρέθετε στις ιδεαλιστικές θεωρίες των μαχιστών τις ιδέες του Μαρξ και του Έγκελς. Έτσι απομακρυνόταν από την υλιστική διαλεκτική ως κοσμοθεωρία, αντί να την αναπτύσσει.

«Για κάθε φυσιοδίφη που δεν παραπλανήθηκε από την καθηγητική φιλοσοφία, έγραφε τότε ο Λένιν ενάντια στον Μαχ και τους οπαδούς του, όπως και για κάθε υλιστή το αίσθημα είναι πραγματικά ο άμεσος σύνδεσμος της συνείδησης με τον εξωτερικό κόσμο: είναι η μετατροπή της ενέργειας του εξωτερικού ερεθισμού σε γεγονός της συνείδησης. Το σόφισμα της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στο γεγονός ότι θεωρεί το αίσθημα όχι ως σύνδεσμο ανάμεσα στη συνείδησής μας και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά σαν φράγμα, σαν τείχος που χωρίζει τη συνείδηση από τον εξωτερικό κόσμο –όχι ως εικόνα του εξωτερικού φαινομένου που αντιστοιχεί στο αίσθημα, αλλά σαν το “μόνο υπάρχον”», (όπ.π., σελ. 45-46).

«Τα αισθήματά μας, η συνείδησή μας δεν είναι παρά μια εικόνα του εξωτερικού κόσμου και είναι αυτονόητο ότι μια εικόνα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το πράγμα που απεικονίζει, και ότι το τελευταίο υπάρχει ανεξάρτητα απΆ αυτό που το απεικονίζει», (όπ.π., σελ. 66).

«Ο Μαχ, μας λένε, “ανακάλυψε τα στοιχεία του κόσμου”: το κόκκινο, το πράσινο, το σκληρό, το μαλακό, το ηχηρό, το μακρύ κλπ. Ρωτάμε: δίνεται ή όχι στον άνθρωπο η αντικειμενική πραγματικότητα, όταν βλέπει το κόκκινο, όταν αισθάνεται το σκληρό κλπ.;... Αν πιστεύετε ότι δίνεται, χρειάζεται μια φιλοσοφική έννοια για να εκφράσει την αντικειμενική πραγματικότητα και η έννοια αυτή έχει διαμορφωθεί από καιρό, από πάρα πολύ καιρό· η έννοια αυτή είναι ακριβώς η ύλη. Η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία που χρησιμεύει για να υποδηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα που δίνεται στον άνθρωπο από τα αισθήματά του, και που αντιγράφεται, φωτογραφίζεται και αντανακλάται από τα αισθήματα μας, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα απΆ αυτά», (όπ.π., σελ. 133-134).

Αυτές είναι οι επιστημονικές πειθαρχίες τις οποίες εγκαθίδρυσε ο Λένιν ενάντια στους εμπειριοκριτικιστές αντιπάλους του, εκπαιδεύοντας την πρωτοπορία της εργατικής τάξης στο διαλεκτικό υλισμό.

Αλλά οι εμπειριοκριτικιστές συνέχισαν το βιολί τους: «Το άτομο αποϋλοποιείται, η ύλη εξαφανίζεται», επαναλάμβαναν «εν χορώ», γενικεύοντας την πάλη τους ενάντια στον υλισμό.

Επικαλούμενος τον γνωστό ιταλό φυσικό Αύγουστο Ρίγκι, που βεβαίωνε ότι «το νέο σύστημα αντικαθιστά την ύλη με τον ηλεκτρισμό», ο Βαλεντίνοφ ρωτούσε με κομπασμό τον Λένιν: «Γιατί ο Αύγουστος Ρίγκι επιτρέπει στον εαυτό του αυτή την προσβολή ενάντια στην άγια ύλη; Μήπως επειδή είναι σολιψιστής, ιδεαλιστής, αστός κριτικιστής, ένας κάποιος εμπειριομονιστής ή κι ακόμα κάτι χειρότερο απΆ αυτό;», (όπ.π., σελ. 277).

«Τι σημαίνει “η ύλη εξαφανίζεται”;», ρωτούσε, με τη σειρά του, υπομονετικά ο Λένιν, εκπαιδεύοντας τα στελέχη του κυοφορούμενου μπολσεβικισμού; Και απαντούσε: «Σημαίνει, ότι εξαφανίζεται το όριο εκείνο μέχρι το οποίο γνωρίζαμε ως τώρα την ύλη, ότι η γνώση μας προχωρεί βαθύτερα· εξαφανίζονται οι ιδιότητες της ύλης που προηγούμενα μας φαίνονταν απόλυτες, αμετάβλητες, πρωταρχικές... και που τώρα αποκαλύπτονται σαν σχετικές, χαρακτηριστικές μόνο για ορισμένες καταστάσεις της ύλης. Γιατί η μοναδική “ιδιότητα” της ύλης, που με την αναγνώρισή της συνδέεται ο φιλοσοφικός υλισμός, είναι η ιδιότητα να είναι αντικειμενική πραγματικότητα, να υπάρχει έξω από τη συνείδησή μας», (όπ.π., σελ. 279).

Η βασική διάκριση του διαλεκτικού υλιστή από τα ιδεαλιστικά νεφελώματα και τη σύγχυση κάθε απόχρωσης, συνίσταται στο ότι ο υλιστής θεωρεί το αίσθημα, την αντίληψη, τη σκέψη του ανθρώπου σαν εικόνα ή είδωλο της αντικειμενικής πραγματικότητας –αντανάκλαση της ύλης, σε διαρκή κίνηση και αλλαγή, στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου.

«Στην κίνηση των παραστάσεων, των αντιλήψεων κλπ., αντιστοιχεί η κίνηση της έξω από μένα ύλης, επιμένει ο Λένιν. Η έννοια της ύλης δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την αντικειμενική πραγματικότητα που μας είναι δοσμένη στην αίσθηση. ΓιΆ αυτό η απόσπαση της κίνησης από την ύλη ισοδυναμεί με την απόσπαση της νόησης από την αντικειμενική πραγματικότητα, με την απόσπαση των αισθημάτων μου από τον εξωτερικό κόσμο, δηλαδή ισοδυναμεί με πέρασμα στον ιδεαλισμό», (όπ.π., σελ. 287).

Όχι, όχι, απαντά ο άγγλος μαχιστής Καρλ Πίρσον: «Όλα τα πράγματα κινούνται, αλλά μόνο στην αντίληψη», (όπ.π., σελ. 288 –Η Γραμματική της Επιστήμης, σελ. 243). Ενάντια στον Έγκελς που χρόνια πριν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης», ότι χωρίς ύλη «η κίνηση είναι αδιανόητη», οι μαχιστές μας (που θέλουν να λέγονται μαρξιστές), επινοούν την κίνηση χωρίς ύλη, την κίνηση μόνο στη σκέψη, μια που η ύλη είχε «εξαφανιστεί»!

Αλλά η μαρξιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Λένιν, «είναι φτιαγμένη από ένα ατόφιο κομμάτι ατσάλι» –και η επίθεση ενάντια στο διαλεκτικό υλισμό δεν μπορεί να μην είναι και επίθεση ενάντια στον ιστορικό υλισμό.

«Αναπτύσσοντας» τον Μαρξ, σΆ ένα άρθρο του το 1902, ο Μπογκντάνοφ γράφει: «...Η κοινωνικότητα είναι αξεχώριστη από τη συνειδητότητα. Το κοινωνικό Είναι και η κοινωνική συνείδηση με την ακριβή έννοια αυτών των λέξεων είναι ταυτόσημα», (όπ.π., σελ. 348).

Η κοινωνική συνείδηση αντανακλά το κοινωνικό Είναι, όπως γενικά η συνείδηση αντανακλά το Είναι, αλλά αυτά δεν ταυτίζονται μεταξύ τους, όπως δεν ταυτίζεται το αντικείμενο με το είδωλό του. Το κοινωνικό Είναι είναι πρωταρχικό και καθορίζει την κοινωνική συνείδηση, όπως γενικά ο τρόπος ζωής καθορίζει τον τρόπο της σκέψης.

«Ο Μπογκντάνοφ, γράφει ο Λένιν, προσωπικά είναι άσπονδος εχθρός κάθε αντίδρασης και ιδιαίτερα της αστικής αντίδρασης», αλλά αυτές του οι θέσεις «εξυπηρετούν αυτή την αντίδραση. Είναι θλιβερό γεγονός, πάντως όμως γεγονός».

Και ο Λένιν συνεχίζει την αδιάλλακτη πάλη του ενάντια στους εμπείριος –όπως αποκαλούσε τους μαχιστές:

«Ο υλισμός παραδέχεται γενικά το αντικειμενικά πραγματικό Είναι (ύλη), ανεξάρτητο από τη συνείδηση, από το αίσθημα, από την εμπειρία κτλ. της ανθρωπότητας. Ο ιστορικός υλισμός παραδέχεται το κοινωνικό Είναι σαν ανεξάρτητο από την κοινωνική συνείδηση της ανθρωπότητας. Η συνείδηση κι εκεί κι εδώ αποτελεί μόνο αντανάκλαση του Είναι, στην καλύτερη περίπτωση μια κατά προσέγγιση πιστή (αντίστοιχη, ιδανικά ακριβή) αντανάκλασή του. Από τη φιλοσοφία αυτή του μαρξισμού, που είναι φτιαγμένη από ένα ατόφιο κομμάτι ατσάλι, δεν μπορούμε νΆ αφαιρέσουμε ούτε μια βασική πρόταση, ούτε ένα ουσιαστικό μερος, χωρίς νΆ απομακρυνθούμε από την αντικειμενική αλήθεια και χωρίς να πέσουμε στην αγκαλιά της αντιδραστικής αστικής ψευτιάς», (όπ.π., σελ. 352).

Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Λένιν είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην πρόοδο της επιστήμης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σΆ έναν κλάδο των φυσικών επιστημών «κατρακύλησε στην αντιδραστική φιλοσοφία, γιατί δεν μπόρεσε να ανυψωθεί άμεσα και μονομιάς από το μεταφυσικό υλισμό στο διαλεκτικό υλισμό. Αυτό το βήμα το κάνει και θα το κάνει η σύγχρονη φυσική, ωστόσο, δεν βαδίζει προς τη μοναδικά σωστή μέθοδο και τη μοναδικά σωστή φιλοσοφία των φυσικών επιστημών κατευθείαν, αλλά με ζικ ζακ, δεν βαδίζει συνειδητά, αλλά αυθόρμητα, χωρίς να βλέπει καθαρά τον “τελικό σκοπό” της, αλλά προσεγγίζοντας σΆ αυτόν ψηλαφητά, με ταλαντεύσεις και κάποτε μάλιστα καρκινοβατώντας. Η σύγχρονη φυσική κοιλοπονά. Γεννά το διαλεκτικό υλισμό. Οδυνηρός τοκετός. Κοντά στο ζωντανό και το βιώσιμο ον γεννιούνται αναπότρεπτα και μερικά νεκρά προϊόντα, κάτι απορρίμματα που προορίζονται να πεταχτούν στα σκουπίδια. Στα απορρίμματα αυτά ανήκει ολόκληρος ο φυσικός ιδεαλισμός, ολόκληρη η εμπειριοκριτική φιλοσοφία, μαζί με τον εμπειριοσυμβολισμό, τον εμπειριομονισμό κτλ., κτλ.».

Τώρα πια ξέρουμε ότι η επιστήμη και η ιστορία δικαίωσε με απόλυτο τρόπο τον Λένιν και το Μαρξισμό. Ενάντια στους μαχιστές, αποδείχτηκε ότι στο μικρόκοσμο υπάρχει ο δυϊσμός του σωματιδίου-κύματος: ένα σωματίδιο μπορεί να είναι κύμα και ένα κύμα σωματίδιο. Η ύλη συμπεριφέρεται άλλοτε σαν σωματίδιο και άλλοτε σαν κύμα. Στο βιβλίο τους οι Τ. Χέι και Π. Βάλτερ: Το Κβαντικό Σύμπαν (σελ. 20, εκδόσεις «Κάτοπτρο») γράφουν ότι ο βρετανός φυσικός Τζ. Τζ. Τόμσον, ανακαλύπτοντας το ηλεκτρόνιο και αναγνωρίζοντάς το «ως νέο στοιχειώδη σωματίδιο της Φύσης», πήρε το Νόμπελ Φυσικής το 1906. Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο επίσης φυσικός γιος του, ο Τζ. Π. Τόμσον, πήρε, με τη σειρά του, το Νόμπελ Φυσικής το 1937, ανακαλύπτοντας ότι «τα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται επίσης σαν κύματα».

Ένας άλλος νομπελίστας, ο Ρ. Φέινμαν, γράφει στην Κβαντική Ηλεκτροδυναμική του (σελ. 123, εκδόσεις «Τροχαλία»): «Αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι στην περίπτωση των ηλεκτρονίων πρώτα ανακαλύφθηκε η σωματιδιακή φύση τους και αργότερα ο κυματικός χαρακτήρας τους, ενώ στην περίπτωση του φωτός –εκτός του Νεύτωνα που έκανε το “σφάλμα” να θεωρήσει το φως σαν σωματίδια– αρχικά θεωρήθηκε ότι συμπεριφέρεται σαν κύμα και αργότερα διαπιστώθηκαν οι σωματιδιακές του ιδιότητες. Στην πραγματικότητα, τα φωτόνια όπως και τα ηλεκτρόνια συμπεριφέρονται “κάπως σαν κύματα” και “κάπως σαν σωματίδια”. Για να μη δημιουργήσουμε νέες λέξεις όπως “κυματοσωματίδια” προτιμήσαμε να χρησιμοποιούμε το γενικό όρο “σωματίδια”, γνωρίζοντας όμως τώρα, ότι υπακούουν στους κανόνες για τη σχεδίαση και το συνδυασμό των βελών που έχουμε αναφέρει. Φαίνεται ότι όλα τα σωματίδια στη Φύση (π.χ. κουάρκ, γλοιόνια, νετρίνα κ.ο.κ., για τα οποία θα μιλήσω στην επόμενη διάλεξη) συμπεριφέρονται μΆ αυτόν τον κβαντομηχανικό τρόπο».

Παραθέτοντας τις επιστημονικές αυτές εξελίξεις στο βιβλίο του, Η Υλιστική Διαλεκτική και η Πολιτική Επανάσταση (Εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 282, 2003), ο σύντροφος Τζέρι Χίλι σημειώνει:

«Ο Λένιν, σκιαγραφώντας τη δομή της ύλης, εξηγεί ότι η γνώση μας δεν πήγαινε πέρα από το άτομο και το ηλεκτρόνιο. Μια τέτοια γνώση, όμως, είναι κατά προσέγγιση, και αποτελεί τα επιστημονικά στάδια στη γνώση μας για τη Φύση. Αυτό αποδείχνεται από τις εξελίξεις στην επιστήμη μετά την εποχή του Λένιν. Εκείνη την εποχή, το ηλεκτρόνιο ήταν το μόνο μικροσωματίδιο που ήταν γνωστό. Από τότε, οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει περίπου 300 μικροσωματίδια, που περιλαμβάνουν ελαφρά σωματίδια παρόμοια με το ηλεκτρόνιο, σωματίδια ενδιάμεσης μάζας, βαρέα σωματίδια σαν τα νουκλεόνια καθώς και τα βαρέα σωματίδια που ονομάζονται υπερόνια. Οι επιστήμονες έχουν επίσης ανακαλύψει αντισωματίδια, που συνιστούν μικροσωματίδια και μπορούν να μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο με τον ίδιο τρόπο που μετασχηματίζεται το ηλεκτρόνιο, το οποίο, με την ανεξάντλητη φύση του, όπως την είχε προβλέψει ο Λένιν, συγχωνεύεται με το αντισωματίδιό του, το ποζιτρόνιο, διαμέσου της εκπομπής φωτονίων σαν κβάντα φωτεινής υφής, όπου όλα τα σωματίδια υπάρχουν με τον ίδιο ανεξάντλητο τρόπο όπως τα ίδια τα σωματίδια είναι ανεξάντλητα».

Στη συνέχεια έχουμε τα κουάρκς και τα λεπτόνια που θεωρούνταν ως σημειακά σωματίδια, αλλά όπως αποδείχτηκε έχουν κι αυτά τη δομή τους...

Έτσι, η επιστήμη απόρριψε σαν «νεκρά προϊόντα», όπως λέει ο Λένιν, τις υποκειμενικές ιδεαλιστικές εικόνες του Μαχ και των οπαδών του.

Τα βασικά έργα του Μαχ είναι: Η Μηχανική –Ιστορικοκριτικό Δοκίμιο της Ανάπτυξης της (1883), Η Ανάλυση των Αισθημάτων και η Σχέση του Φυσικού με το Ψυχικό (1900), Γνώση και Πλάνη (1905). –Σελ. 15.

Μάχνο, Νέστορ (1884-1934). Αναρχικός ηγέτης μικρών παρτιζάνικων ομάδων αγροτών στην Ουκρανία στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Αρχικά, ο Μάχνο πολέμησε ενάντια στους Ουκρανούς αντιδραστικούς και τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Στη συνέχεια όμως, κάτω από την επιρροή κουλάκικων στοιχείων, αρνήθηκε να ενσωματώσει τις δυνάμεις του στον Κόκκινο Στρατό. Για ένα διάστημα μάλιστα πέρασε με το μέρος του Ντενίκιν, κάνοντας μεγάλη ζημιά στις δυνάμεις της επανάστασης.

Καθώς όμως ο Κόκκινος Στρατός μεγάλωνε σε αριθμό και αποτελεσματικότητα, δεν μπορούσε πια να ανεχτεί τους τυχοδιωκτισμούς του Μάχνο. Όταν ο Μάχνο και οι ληστοσυμμορίες του ξανάρχισαν στα τέλη του 1920 τις επιδρομές τους ενάντια στο Κόκκινο Στρατό και τη σοβιετική εξουσία, ο Κόκκινος Στρατός διέλυσε βίαια και οριστικά τις δυνάμεις του Μάχνο. –Σελ. 45.

Μικάδο Τίτλος του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας –στην περίπτωση μας πρόκειται για τον αυτοκράτορα Χιροχίτο (1900-1989) που ανέβηκε στο θρόνο το 1926. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χιροχίτο μεταβλήθηκε σε συνταγματικό μονάρχη. –Σελ. 33.

Μιλ, Τζον Στιούαρτ (1806-1873). ¶γγλος εμπειριστής φιλόσοφος και οικονομολόγος –ένας από τους επιφανείς εκπροσώπους του θετικισμού. Σπούδασε και συμμεριζόταν τις ιδέες του Μπένθαμ Τζέραμι του οποίου το έργο επιμελήθηκε και έκδωσε.

Το πιο σημαντικό του έργο είναι το Σύστημα Απαγωγικής και Επαγωγικής Λογικής, που τον συνδέει με τις παραδόσεις του βρετανικού εμπειρισμού και τη γνωσιολογία του Τζον Λοκ, καθώς επιβεβαιώνει την εμπειρική προέλευση της γνώσης (κάθε γνώση απορρέει από την εμπειρία και αντικείμενό της είναι οι αισθήσεις μας). Ταυτόχρονα, ο Μιλ προσπαθεί να επεξεργαστεί τους αναγκαίους κανόνες για τη συγκρότηση μιας επιστήμης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της Ηθολογίας, όπως την αποκαλούσε.

Στον Ωφελιμισμό του, ο Μιλ Τζον Στιούαρτ, επιμένει στην εμπειρική καταγωγή των ηθικών αρχών, αναπτύσσοντας πάρα πέρα την ωφελιμιστική ηθική του Μπένθαμ, αλλά ρίχνοντας πάντα το βάρος όχι στη «μεγαλύτερη προσωπική ευτυχία», αλλά στο «μεγαλύτερο γενικό καλό».

Ο Μιλ Τζον Στιούαρτ στάθηκε ένας από τους μεγάλους εκπρόσωπους της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης του 19ου αιώνα. Στη δεκαετία του 1830 έκδωσε διαδοχικά δυο περιοδικά (το «London Review» και το «London and Westminster Review») που φιλοξένησαν κείμενα από τους πρωτοπόρους μεταρρυθμιστές και φιλελεύθερους στοχαστές του καιρού του.

Σαν οικονομολόγος, ο Μιλ Τζον Στιούαρτ έγραψε τις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας. Να ένα απόσπασμα από το βιβλίο ΙΙ, κεφ. 1 του έργου του (που παρά την απλότητά του το παραθέτει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, διαχωρίζοντάς τον από τους απολογητές της χυδαίας οικονομολογίας):

«Το προϊόν της εργασίας διανέμεται σήμερα αντιστρόφως ανάλογα προς την εργασία. Το μεγαλύτερο μέρος διανέμεται σΆ αυτούς που δεν εργάζονται ποτέ, το αμέσως μικρότερο σΆ αυτούς που σχεδόν μόνο ονομαστικά εργάζονται, και έτσι σε κατιούσα κλίμακα ελαττώνεται η αμοιβή στο βαθμό που η εργασία γίνεται πιο σκληρή και πιο δυσάρεστη, ώσπου η πιο κουραστική και πιο εξαντλητική σωματική εργασία δεν μπορεί να υπολογίζει με βεβαιότητα ούτε και στην απόχτηση των αναγκαίων για τη ζωή», (Καρλ Μαρξ: Κεφάλαιο, τόμ. 1ος, σελ. 632). –Σελ. 25.

Μολινιέ, Ρεϊμόν (γεννήθηκε το 1904). Ένα από τα στελέχη του τροτσκιστικού κινήματος της Γαλλίας που διαγράφτηκε από το γαλλικό τμήμα το 1935 για παραβίαση της κομματικής πειθαρχίας.

Ο Τρότσκι, απαντώντας στον Σάχτμαν που αργότερα τον κατηγορούσε για ανοχή στην «κλίκα του Μολινιέ» (ενώ ήταν αδιάλλακτος απέναντι στον ίδιο!), γράφει στο άρθρο του «Από μια Αμυχή –στον Κίνδυνο της Γάγγραινας»:

«Ο Μολινιέ δεν κατηγορήθηκε ότι υποχώρησε από το πρόγραμμά μας, αλλά ότι ήταν απείθαρχος, αυταρχικός, και ότι ριψοκινδύνευε σΆ όλων των ειδών τους οικονομικούς τυχοδιωκτισμούς για να υποστηρίξει το Κόμμα και τη φράξια του». ΓιΆ αυτό θεώρησα αναγκαίο «να εξαντλήσω κάθε δυνατότητα να τον πείσω και να τον ξαναεκπαιδεύσω στο πνεύμα της προλεταριακής πειθαρχίας» και να πείσω τους γάλλους αντιπάλους του να «δοκιμάσουν το Μολινιέ ξανά και ξανά». –Σελ. 64.

Μουσολίνι, Μπενίτο (1883-1945). Ο ηγέτης του ιταλικού φασισμού γεννήθηκε σΆ ένα χωριό κοντά στη Φόρλι της βόρειας Ιταλίας. Ο πατέρας του ήταν αναρχοσυνδικαλιστής και του έδωσε το όνομα του μεγάλου μεξικανού επαναστάτη Μπενίτο (Χουάρες).

Ο Μπενίτο Μουσολίνι αποφοίτησε το 1901 από το διδασκαλείο της Φορλιμπούπολης και για ένα διάστημα διορίστηκε δάσκαλος στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο συνδέθηκε με το σοσιαλιστικό κίνημα. Οι διώξεις που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να καταφύγει στην Ελβετία. Στη Λοζάνη και στη Γενεύη, ενώ εργαζόταν, παρακολουθούσε μαθήματα στα αντίστοιχα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, ανάπτυξε μια έντονη συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα στους κόλπους των ιταλών προσφύγων και εργατών.

Το 1904 γύρισε πίσω και ύστερα από τη στρατιωτική του θητεία διορίστηκε δάσκαλος στη βόρειο Ιταλία. Συνέχισε τη δράση του στην αυστροκρατούμενη περιοχή του νότιου Τιρόλου (1908) όπου είχε καταφέρει να αναδειχθεί γραμματέας του τοπικού Εργατικού Κέντρου.

Το 1910 έκδωσε την «Πάλη των Τάξεων» –μια σοσιαλιστική εφημερίδα μέσα από την οποία, σαν «αδιάλλακτος επαναστάτης», στράφηκε ενάντια στους ηγέτες του Σοσιαλιστικού Κόμματος, κατηγορώντας τους για υποταγή στην κυρίαρχη τάξη. Τα ινδάλματά του αυτήν την περίοδο ήταν ο Προυντόν και ο Μπλανκί. Το 1912 αναλαμβάνει αρχισυντάκτης του «Εμπρός» –του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Διαγράφηκε το 1914 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα για σοσιαλπατριωτισμό και υποστήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το Νοέμβρη του 1914 άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα «Ο Λαός της Ιταλίας» όπου διακήρυσσε ότι η υποστήριξη του πολέμου δεν ήταν ασυμβίβαστη με τις ιδέες της κοινωνικής επανάστασης. Τον επόμενο χρόνο κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής και στέλνεται στο μέτωπο όπου και τραυματίζεται. Αποστρατεύεται. Αλλά τώρα πια οι παλιές σοσιαλιστικές θέσεις του έχουν εγκαταλειφθεί κι αρχίζει να βλέπει τους διεκδικητικούς αγώνες των εργαζομένων σαν σαμποτάζ στις εθνικές επιδιώξεις.

Το 1919 οργάνωσε την πρώτη συγκροτημένη ένοπλη φασιστική συμμορία στον ευρωπαϊκό χώρο: τον Μαχητικό Ιταλικό Σύνδεσμο. Μετά την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος του 1920-21 (κατάληψη των εργοστασίων σΆ ολόκληρη την Ιταλία), κέρδισε την υποστήριξη των ιταλών βιομηχάνων και τραπεζιτών στις «Εκστρατείες Τιμωρίας» ενάντια στους απεργούς.

Στις εκλογές του 1921 ο Μουσολίνι μπαίνει στη βουλή επικεφαλής μιας 37μελούς κοινοβουλευτικής ομάδας και ταυτόχρονα ιδρύει το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα που συστηματοποιεί την τρομοκρατία σΆ όλη τη χώρα. Τα δυο επόμενα βήματα των φασιστών ήταν η επίσημη αναγνώριση από τον βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ και η συγκέντρωση 50 χιλιάδων ένοπλων μελανοχιτώνων στη Νάπολι, στις 24 Οκτώβρη του 1922.

Ύστερα από την «Πορεία προς τη Ρώμη» 100.000 μελανοχιτώνων (28/10/22), ο ιταλός μονάρχης παράδωσε την εξουσία στους φασίστες (1/11/22) που οργάνωσαν την πρώτη φασιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη. Ακολούθησε η πλήρης φασιστικοποίηση της κοινωνικής ζωής, η κατάληψη της Αιθιοπίας, η στρατιωτική επέμβαση ενάντια στην Ισπανική Επανάσταση και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο Ντούτσε (ηγέτης), καθαιρέθηκε από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο στις 25 Ιούλη του 1943 και στη συνέχεια τέθηκε υπό περιορισμό στα Αβρούζια Όρη. Ελευθερώθηκε από γερμανούς αλεξιπτωτιστές και σχημάτισε μια φασιστική κυβέρνηση στη γερμανοκρατούμενη βόρεια Ιταλία. Τον Απρίλη του 1945, πιάστηκε από μια ομάδα ιταλών ανταρ­τών και εκτελέστηκε αμέσως. –Σελ. 20, 33, 70.

Μπάουερ, Ότο (1882-1938). Ένας από τους επιφανείς παράγοντες της Δεύτερης Διεθνούς και κύριος ηγέτης της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας. Θεωρητικός του λεγόμενου Αυστρομαρξισμού και ταλαντούχος στους συνδυασμούς της τυπικής μαρξιστικής ορθοδοξίας με τον πιο χυδαίο ρεφορμισμό.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπάουερ ήταν συντάκτης του μηνιάτικου θεωρητικού περιοδικού «Καμπφ» που ίδρυσε το 1908 μαζί με τον Φ.¶ντλερ. Ήταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Σοσιαλ/Δημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας και συντάκτης της εφημερίδας του, της «Αρμπάιτερ Τσάιτουγκ».

Υπουργός Εξωτερικών της αυστριακής μπουρζουαζίας το 1918-19. Ιδρυτής, μαζί με άλλους αυστρομαρξιστές ηγέτες, της 2&1/2 Διεθνούς, το 1921. «Επιστρέφει» στο σοσιαλρεφορμισμό, το 1923, και παίζει δραστήριο ρόλο στη συγχώνευση της 2&1/2 Διεθνούς και της Διεθνούς της Βέρνης και στην ίδρυση της λεγόμενης Σοσιαλιστικής Διεθνούς των Εργατών.

«Οι πιο αισχρές πράξεις του αυστριακού οπορτουνισμού, θα γράψει με αγανάκτηση ο Λ.Τρότσκι το 1920, η πιο χαμερπής δουλοπρέπεια απέναντι στην εξουσία της κατέχουσας τάξης που δείχνει η αυστρογερμανική σοσιαλδημοκρατία, βρίσκουν στον Μπάουερ τον πιο χαρακτηριστικό εκφραστή τους...».

Μετά τον τυχοδιωκτισμό του 1934 και την ήττα της εργατικής εξέγερσης (δες και τη σημείωση 20Α, Αυστρομαρξισμός), ο Μπάουερ εγκαταλείπει οριστικά την Αυστρία. Πέθανε το 1938 στην εμιγκράτσια. –Σελ. 36, 44.

Μπας, Βικτόρ. Ο επικεφαλής της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στη Γαλλία –μιας οργάνωσης αστών και μικροαστών δημοκρατών. –Σελ. 65.

Μπένθαμ, Τζέραμι (1748-1832). ¶γγλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ιδρυτής του αγγλοσαξονικού ωφελιμισμού, που έχει σαν στόχο του τη μεγιστοποίηση της ηδονής και την ελαχιστοποίηση του πόνου (Εισαγωγή στις Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας –1789).

Η βασική ιδέα, η ηθική και πολιτική αρχή του Μπένθαμ, την οποία δανείστηκε από τον ιταλό νομικό Μπακάρια, είναι «η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία σΆ όσους το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους». Στην επαφή του με τα φιλοσοφικά ρεύματα του Διαφωτισμού (Χιουμ, Ελβέτιο κλπ.) ο Μπένθαμ φαντάστηκε ότι μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική και νομική επιστήμη και έτσι «γέμισε βουνά από βιβλία με τέτοιες ανοησίες», όπως θα γράψει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, όπου και του αμφισβητεί την ιδιότητα του φιλοσόφου.

Όγκοι από χειρόγραφα αποτελούν τα σχέδιά του για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, για το Πανοπτικόν που αποτέλεσε την πρότασή του για τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος και την πρότυπη φυλακή για να μη στέλνονται οι βαρυποινίτες, όπως συνηθιζόταν τότε, στην Αυστραλία.

Ο Μπένθαμ, σαν φιλελεύθερος και μεταρρυθμιστής, ήταν ένθερμος υποστηριχτής της Γαλλικής Επανάστασης. Υπερασπιζόταν επίσης την ελευθερία του εμπορίου και του ανταγωνισμού γιατί μΆ αυτά πίστευε εξασφαλιζόταν η δικαιοσύνη και η κοινωνική γαλήνη.

Δεν είναι επομένως χωρίς λόγο που ο Μαρξ στο Κεφάλαιο (τόμ. 1ος, σελ. 631) αποκαλεί τον Μπένθαμ «αρχιφιλισταίο» και «νηφάλια, μικρόλογη, φλύαρη πυθία του κοινού αστικού μυαλού του 19ου αιώνα». «Ποτέ, σε καμιά χώρα και σε καμιά εποχή, συνεχίζει ο Μαρξ, δεν κορδώθηκε κανένας με τόση αυταρέσκεια για τις πιο χυδαίες κοινοτοπίες. Η αρχή της ωφελιμότητας δεν ήταν εφεύρεση του Μπένθαμ. Αυτός απλώς αναμάσησε χωρίς πνεύμα αυτά που είχαν πει με τόσο πνεύμα ο Ελβέτιος και άλλοι γάλλοι του 18ου αιώνα», (δες επίσης τη σημείωση 5Α, Ωφελιμισμός). –Σελ. 25.

Μπέρνσταϊν, Έντουαρντ (1850-1932). Γερμανός σοσιαλιστής, ηγέτης της Σοσιαλ/­δημοκρατίας, συντάκτης στο εξωτερικό του οργάνου του Σοσιαλ/Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας μετά το 1880 και την ισχύ του Νόμου κατά των Σοσιαλιστών. Εκτελεστής της διαθήκης του Φ.Έγκελς.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Μπέρνσταϊν βρέθηκε σε πλήρη ρήξη με το μαρξισμό. Πρότεινε την αναθεώρησή του και την αποκήρυξη της επανάστασης, υπερασπίζοντας την αντίληψη μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό. Μεταρρύθμιση, «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα», έλεγε. Ο Μπέρνσταϊν πίστευε ότι η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και της αστικής δημοκρατίας έκανε δυνατή μια βαθμιαία εξέλιξη προς το σοσιαλισμό μέσα από τη συνεργασία της εργατικής τάξης και των σοσιαλιστικών κομμάτων με την προοδευτική μπουρζουαζία. Νεοκαντιανός και υποκειμενικός ιδεαλιστής έγινε ο ιδρυτής του Ρεφορμισμού, απορρίπτοντας την ταξική πάλη, την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Οι ρεφορμιστικές αναθεωρητικές απόψεις του Μπέρνσταϊν παλεύτηκαν σκληρά από τον Πλεχάνοφ, τον Μπέμπελ, τη Ρόζα, τον Λαφάργκ, τον Λένιν και άλλους επαναστάτες μαρξιστές –κληρονομιά στο κίνημα έμεινε η περίφημη κριτική της Ρόζας: Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;

Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπέρνσταϊν κράτησε κεντριστική θέση. Το 1917 ίδρυσε, μαζί με τον Κάουτσκι, το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (USPD). Μέχρι το θάνατό του παράμεινε εχθρός της Ρωσικής Επανάστασης και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Οι αυθαίρετες παραλείψεις και τα σχόλια που συνόδευαν την αλληλογραφία του με τους Μαρξ και Έγκελς, που δημοσίευσε λίγο πριν από τον πόλεμο, τον αναδεικνύουν ως πλαστογράφο της φιλολογικής κληρονομιάς των ιδρυτών του Μαρξισμού. –Σελ. 64-65.

Μπέρντιεφ, Ν.Α. (1874-1948). Αντιδραστικός ιδεαλιστής φιλόσοφος και μυστικιστής. Με το βιβλίο που έγραψε το 1901, Ο Υποκειμενισμός και ο Ατομικισμός στην Κοινωνική Φιλοσοφία, τάχτηκε ανοιχτά ενάντια στο μαρξισμό. Λίγο πιο πριν διεκδικούσε τον τίτλο του «νόμιμου» μαρξιστή. Όπως ο Μπουλκάκοφ, ο Μπέρντιεφ προσχώρησε στους καντέτους μετά την επανάσταση του 1905. Το 1922 έφυγε για το εξωτερικό, (δες και Στρούβε). –Σελ. 23.

Μπίσμαρκ, Ότο (1815-1898). Από το 1862 μέχρι το 1871 ήταν επικεφαλής της Πρωσικής Κυβέρνησης. Πρώτος Καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, 1871-1890. Ενοποίησε τη Γερμανία κάτω από την Πρωσία και εισήγαγε αντισοσιαλιστικούς νόμους το 1878, καταδιώκοντας του ηγέτες του εργατικού κινήματος. –Σελ. 54.

Μπλουμ, Λεόν (1872-1950). Γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης της δεξιάς, εβραϊκής καταγωγής. Ο Λ.Μπλουμ έγινε μέλος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1902 υπό την ηγεσία του Ζ.Ζωρές και εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής το 1919.

Βαθιά αντικομμουνιστής, εχθρός της Οκτωβριανής Επανάστασης και αντίπαλος της προσχώρησης στην Κομμουνιστική Διεθνή, αναλαμβάνει την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SFIO) μετά το σχίσμα της Τουρ, το 1920.

Το 1934, με την εκφυλιστική πορεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γίνεται σύμμαχος των σταλινικών: υπόγραψε συμφωνία «ενιαίας δράσης» με το ΚΚΓαλλίας και το 1936 –ύστερα από το 7ο Συνέδριο της Κόμιντερν και την απόφαση των σταλινικών να υποτάξουν την πολιτική τους στη δημοκρατική μπουρζουαζία, εγκαταλείποντας το Μαρξισμό– ηγήθηκε της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου (κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αστοί ριζοσπάστες και άλλοι).

Με τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές, του 1936 οι γάλλοι εργάτες βγήκαν στους δρόμους: με απεργίες και καταλήψεις των εργοστασίων έθεταν άμεσα το πρόβλημα της εξουσίας. Όμως, το ΚΚ τους υπόταξε στη ρεφορμιστική ηγεσία του Μπλουμ που αναγκάστηκε, ωστόσο, να δεχτεί τις 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και τις πληρωμένες διακοπές που δεν περιλαμβάνονταν στις συμφωνίες του Λαϊκού Μετώπου. (Δες και τη σημείωση 19Α, Λαϊκό Μέτωπο).

Στο αμέσως επόμενο διάστημα οι αυξήσεις, φυσικά, απορροφήθηκαν από τον πληθωρισμό και οι εργοδότες άρχισαν τις επιθέσεις τους στη βδομάδα των 40 ωρών –καθώς επιταχύνονταν οι προετοιμασίες για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο η μια μετά την άλλη οι επιχειρήσεις χαρακτηρίζονταν «αμυντικές», πράγμα που σήμαινε ότι το ωράριο τους τιθόταν εκτός ελέγχου.

Tαυτόχρονα, ο Μπλουμ ακολούθησε την πολιτική της μη επέμβασης στον εμφύλιο της Ισπανίας, βοηθώντας ουσιαστικά τον Φράνκο. Η κυβέρνησή του παραιτήθηκε τον Ιούνη του 1937. Μια δεύτερη προσπάθεια το Μάρτη του 1938 δεν μπόρεσε να τον κρατήσει ούτε ένα μήνα στην εξουσία.

Μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη δοσίλογη κυβέρνηση Πετέν. Κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τους γερμανούς φασίστες (1943-45). Η μεταπολεμική προσπάθεια (δες Τορέζ) για κυβέρνηση Μπλουμ στα τέλη του 1946 δεν απέδωσε. –Σελ. 36, 40.

Μπουλγκάκοφ, Σεργκέι (1871-1944). «Νόμιμος μαρξιστής» στη δεκαετία του 1890, εξελίχτηκε σε αστό οικονομολόγο και ιδεαλιστή φιλόσοφο. Δοκίμασε να «διορθώσει» το Μαρξ πάνω στο αγροτικό ζήτημα, πασχίζοντας να αποδείξει τη «βιωσιμότητα» και την «υπεροχή» του μικρού αγροτικού νοικοκυριού απέναντι στη μεγάλη κεφαλαιοκρατική καλλιέργεια.

Τις θεωρίες του Μπουλγκάκοφ κατέρριψε ο Λένιν το καλοκαίρι του 1901 με το έργο του: «Το Αγροτικό Ζήτημα και οι “Κριτικοί του Μαρξ”», (δες «¶παντα», τόμ. 5, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Ύστερα από τη συντριβή της επανάστασης του 1905 ο Μπουλκάκοφ προσχώρησε στους καντέτους και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση έγινε παπάς. Το 1923 έφυγε για τη Γαλλία όπου και διορίστηκε καθηγητής στο Ρωσικό Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού. –Σελ. 23.

Μπράντλερ, Χάινριχ (1881-1967). Μέλος του Σοσιαλ/Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας από το 1898, ο Μπράντλερ προσχώρησε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ένωση Σπάρτακος που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΓερμανίας. Το 1919 γίνεται μέλος της ΚΕ του.

Το 1923 ηγείται του Κόμματος, αλλά δεν μπόρεσε να συλλάβει την αλλαγή της κατάστασης με την κατάληψη του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα στις αρχές του χρόνου. Έτσι, συνέχισε να ακολουθεί την ενιαιομετωπική γραμμή του 3ου Συνεδρίου της Κόμιντερν για την καταπολέμηση του τυχοδιωχτικού πνεύματος «της θεωρίας της επίθεσης» (Μπουχάριν) που είχε οδηγήσει στην ήττα των ημερών του Μάρτη 1921.

Το Κόμμα βρέθηκε απροετοίμαστο και δίστασε την αποφασιστική στιγμή, τον Οκτώβρη του 1923, όταν όλοι οι όροι είχαν συσσωρευτεί, να ριχτεί στη μάχη για την εξουσία. Ωστόσο, η ευθύνη για τη φοβερή αυτή καταστροφή, που άλλαξε ολόκληρο το ιστορικό προτσές μέχρι σήμερα, έπεφτε πρώτα απΆ όλα στον Στάλιν και στην ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που προσπάθησαν αμέσως μετά να μετατρέψουν τον Μπράντλερ σε αποδιοπομπαίο τράγο κι έτσι να καλύψουν το δικό τους το ρόλο στη συνθηκολόγηση.

Η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης του 1923 ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στην εδραίωση και την ανάπτυξη της σταλινικής γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. Η συμφωνία που είχε υπογραφεί πριν από την ήττα για μια «Νέα Πορεία», στη βάση της μελέτης όλων των προβλημάτων της ΕΣΣΔ, αθετήθηκε από τον Στάλιν και, ύστερα από λίγο, υιοθέτησε τη «θεωρία» του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα».

Στη συνέχεια η ηγεσία του ΚΚΓερμανίας, αντικαταστάθηκε από μια υπεραριστερή φράξια. Ο Μπράντλερ –μαζί με τον Ταλχάιμερ– σχημάτισε μια δεξιά τάση και τελικά διαγράφτηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή το 1929.

Προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να συνασπίσει διεθνώς τους αντιπολιτευόμενους της δεξιάς σε μια διεθνή φράξια [Μπουχάριν-Τόμσκι-Ρίκοφ (Ρωσία), Λόβστοουν (Αμερική), Σελιέ (Γαλλία) κλπ.]. Μετά τον πόλεμο, ο Μπράντλερ έκδωσε μια εφημερίδα στη Δυτική Γερμανία. –Σελ. 36.

Μπροκγουέι, Φένερ (γεννήθηκε το 1890). Ηγέτης του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος της Μ. Βρετανίας και γραμματέας του Γραφείου του Λονδίνου που πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στην ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς. –Σελ. 36, 44.

Νεγκρίν, Χουάν (1889-1956). Ένας από τους δεξιούς ηγέτες του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ισπανίας που οι σταλινικοί χρήσανε πρωθυπουργό το Μάη του 1937, παραμερίζοντας τον Καμπαλέρο ο οποίος αρνήθηκε να μπει στην υπηρεσία τους.

Η κυβέρνηση Νεγκρίν, με την προτροπή και τη βοήθεια του Στάλιν και των σταλινικών, έκοψε αμέσως κάθε σχέση με τις κατακτήσεις του Ιούλη του 1936: δεν δέχτηκε καμιά εκπροσώπηση στις γραμμές της των εργατικών και αγροτικών οργανώσεων. Κατάργησε αμέσως το ομοσπονδιακό σύστημα που αναγνώριζε την ανεξαρτησία των Βάσκων και των Καταλάνων. Απέρριψε κάθε μέτρο κολεχτιβοποίησης και κοινωνικοποίησης. Απαγόρευσε κάθε έλεγχο και επέμβαση των συνδικάτων και των επιτροπών στην παραγωγή. Κατάργησε τις εργοστασιακές επιτροπές, τα αγροτικά συμβούλια και την πολιτοφυλακή και έθεσε εκτός νόμου τους αναρχικούς και τους Πουμιστές –έκανε δηλαδή αυτό που απαιτούσαν οι γραφειοκράτες της Μόσχας και οι αστοί δημοκράτες σύμμαχοί τους στην Ισπανία.

Με δυο λόγια, ο Νεγκρίν σύντριψε την επανάσταση, αποκατέστησε, σταθεροποίησε και παρέδωσε την εξουσία στη δημοκρατική πτέρυγα της ισπανικής μπουρζουαζίας, που στη συνέχεια τον χρησιμοποίησε σαν υπουργό Εθνικής ¶μυνας (1938-1939).

Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης, το 1939, ο Νεγκρίν κατέφυγε στη Γαλλία. Διετέλεσε πρωθυπουργός της εξόριστης ισπανικής κυβέρνησης. –Σελ. 60.

Νικολάγιεφ Ο δολοφόνος του Σεργκέι Κίροφ το 1934. Η δίκη του έγινε με κλειστές τις πόρτες στις 28-29 του Δεκέμβρη. Το «δικαστήριο» καταδίκασε σε θάνατο και εκτέλεσε τον Νικολάγιεφ μαζί με τους 13 «συνεργάτες» του. Το Δεκέμβρη του 1934 εκτελέστηκαν επίσης 104 «λευκοφρουροί», που ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί αντιπολιτευόμενοι από διάφορες χώρες.

Στις 15-16 του Γενάρη 1935 γίνεται η δίκη των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ –μια προσπάθεια να φορτώσουν στους Αντιπολιτευόμενους το έγκλημα. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο για να τους καταδικάσουν, τους ανάγκασαν όμως να δεχτούν την «ηθική» ευθύνη τους για το έγκλημα. Στις 23 Γενάρη του 1935 ακολουθεί μια άλλη δίκη όπου καταδικάζονται οι 12 πράκτορες της Γκε Πε Ου που ξέρανε ότι θα γίνει η δολοφονία και δεν την εμπόδισαν (δες Κίροφ).

Όλες αυτές οι σκευωρίες δώσανε στον Λ. Τρότσκι να καταλάβει ότι ο Στάλιν μπήκε σΆ ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, και προσπάθησε να προειδοποιήσει για τις συνέπειες.

Στις 26 του Γενάρη 1935 γράφει στους συντρόφους του στην Αμερική (το γράμμα του δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης», Νο 42, Φλεβάρης του 1935): «Η στρατηγική που αναπτύχθηκε γύρω από το πτώμα του Κίροφ δεν χάρισε στο Στάλιν λαμπρές δάφνες. Ίσα ίσα, γιΆ αυτό δεν μπορεί ούτε να σταματήσει, ούτε να οπισθοχωρήσει. Τα αμαλγάματα που δεν κατάφερε να οργανώσει, που ναυαγήσανε, έχει ανάγκη να τα αντικαταστήσει με άλλα μεγαλύτερα και πιο... πετυχημένα. Ας προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε!», (Τα Εγκλήματα του Στάλιν, σελ. 185, εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ»). Η συνέχεια δικαίωσε τον Τρότσκι: Ύστερα από λίγο άρχισαν οι μεγάλες Δίκες της Μόσχας. –Σελ. 55

Νόρμαν, Τόμας (1884-1968). Ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αμερικής, που διέγραψε τους τροτσκιστές από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1938.

Από το 1935, το Κόμμα Εργατών –όπως ονομάστηκε η Κομμουνιστική Λίγκα μετά την ενοποίησή της με το Αμερικάνικο Κόμμα Εργατών του Μούστε– με κύριο ηγέτη του τον Τζέιμς Κάνον, είχε μπει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής με στόχο του να σπάσει «την προπαγανδιστική απομόνωση και το βάλτωμά» του και να πλησιάσει πλατύτερα στρώματα και ιδιαίτερα στρώματα εργατών.

Όλο αυτό το διάστημα, το Κόμμα Εργατών καταγράφει σημαντικές επιτυχίες σε οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο. Αλλά ο Νόρμαν Τόμας που επισκέφτηκε το 1938 την Ισπανία πήρε φαίνεται μαθήματα από τους σταλινικούς και μόλις επέστρεψε στην Αμερική δήλωσε ότι οι τροτσκιστές «αντικειμενικά» βοηθούν τον Φράνκο στην Ισπανία και απαίτησε τη διαγραφή των συντρόφων τους από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής. –Σελ. 35, 44, 49.

Νταλαντιέ, Έντουαρντ (1884-1970). Ηγέτης του Ριζοσπαστικού Κόμματος και πρωθυπουργός της Γαλλίας το 1933-1934 και 1938-1940. Σαν πρωθυπουργός υπέγραψε το Σύμφωνο του Μονάχου το 1938 (τη συμφωνία για το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας που υπόγραψαν ¶γγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και Ιταλοί, επιταχύνοντας την πορεία προς τον πόλεμο).

Ο Νταλαντιέ και το Κόμμα του συμμετείχαν στις κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου μέχρι το 1938 οπότε και το εγκατέλειψαν οριστικά. Από το 1924 που ήταν υπουργός αποικιών του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ο Νταλαντιέ συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις προπολεμικές γαλλικές κυβερνήσεις. –Σελ. 70.

Ντάρβιν, Καρλ (1809-1882) – Μεγάλος άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος, θεμελιωτής της εξελικτικής βιολογίας και συγγραφέας της Καταγωγής των Ειδών και πολλών άλλων έργων. –Σελ. 23, 26.

Ντε Μαν, Χέντριχ (1885-1953). Ηγέτης της δεξιάς πτέρυγας του βελγικού Εργατικού Κόμματος και συγγραφέας του περιβόητου «εργατικού σχεδίου», το 1933, για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Το σχέδιο πρόβλεπε την αποζημίωση των καπιταλιστών από την κυβέρνηση. Για ένα μικρό διάστημα χρησιμοποιήθηκε σαν υπουργός της βελγικής μπουρζουαζίας. –Σελ. 51, 58.

Ντιούι, Τζον (1859-1952). Διακεκριμένος αμερικανός φιλόσοφος, ψυχολόγος και παιδαγωγός. Επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής Έρευνας που ανάκρινε τον Λεόν Τρότσκι για τις κατηγορίες των σταλινικών στις σκηνοθετημένες Δίκες της Μόσχας. Η απόφαση της Διεθνούς Επιτροπής Έρευνας ήταν αθωωτική για τον Τρότσκι και το γιο του Σεντόφ. (Δες τη σημείωση 13Α, Διεθνής Επιτροπή Έρευνας). –Σελ. 34, 36.

Ντιούραντι, Βάλτερ (1884-1957). Ο ανταποκριτής των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στη Μόσχα, που στις χαλκευμένες δίκες της δεκαετίας του Ά30 υποστήριξε τους σταλινικούς ενάντια στα θύματα και γενικά τους αντιπολιτευόμενους. –Σελ. 33-34.

Ντοζ, Βάλτερ. Είναι ο σύντροφος Ντ. που αναφέρει ο Τρότσκι στη σελ. 51 του φυλλαδίου του –ένας από τους ηγέτες του βελγικού τροτσκιστικού κινήματος στη δεκαετία του Ά30. Το γράμμα έχει γραφτεί στις 7 του Μάρτη 1936 κι όχι το 1935, όπως αναφέρεται στο κείμενο. Δες τα Κείμενα του Λεόν Τρότσκι 1935-1936, όπου και περιλαμβάνεται ολόκληρο το γράμμα. –Σελ. 51.

Όουκ, Λίστον. Αμερικανός δημοσιογράφος που έσπασε από τους σταλινικούς το 1937, περνώντας στη Σοσιαλδημοκρατία. –Σελ. 34.

Ουέλς, Χέρμπερτ Τζορτζ (1866-1946). ¶γγλος συγγραφέας, κυρίως μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, αν και σαν καθηγητής βιολογίας είχε δημοσιεύσει ορισμένες εργασίες. Πολλά μυθιστορήματά του επίσης έχουν ένα χαρακτήρα κοινωνικής κριτικής (υπήρξε για ένα μεγάλο διάστημα μέλος της Φαβιανής Εταιρίας του Λονδίνου). Ωστόσο, ο Ουέλς ήταν ανοικτά ενάντια στο Μαρξισμό, όλο το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από τον αγνωστικισμό του Τόμας Χάξλεϊ τον οποίο είχε καθηγητή στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου. –Σελ. 21.

Παζ, Μαντλέιν. Ακτιβίστρια των πολιτικών δικαιωμάτων στη Γαλλία στη δεκαετία του 1930. Συμμετείχε στη γαλλική Επιτροπή υπεράσπισης του Λεόν Τρότσκι ενάντια στις πλαστογραφίες της Μόσχας. –Σελ. 62.

Πιβέρ, Μαρσό (1895-1958). Από το 1933 ο Μαρσό Πιβέρ έχει αναδειχτεί σε ηγέτη της σοσιαλιστικής αριστεράς μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO). Όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα άρχισε να διαγράφει τους τροτσκιστές από τις γραμμές του, ο Πιβέρ οργάνωσε την «Επαναστατική Αριστερά» για να κρατήσει το μάξιμουμ των μαχητών της σοσιαλιστικής αριστεράς μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Το 1938 συμμετείχε στη βραχύβια κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου του Μπλουμ. Αμέσως μετά, στη διάρκεια της αποσύνθεσης του Λαϊκού Μετώπου, διαγράφεται από το SFIO και μετονομάζει την «Επαναστατική Αριστερά» του σε Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών και Αγροτών (PSOP) που με τον πόλεμο διαλύθηκε οριστικά. Μετά τον πόλεμο ο Μαρσό Πιβέρ έγινε ξανά μέλος του ΣΚ και παράμεινε αμετάπειστος αντίπαλος του τροτσκισμού μέχρι το τέλος της ζωής του. –Σελ. 62, 64, 69.

Πριτ, Ντένις (1888-1972). Καταξιωμένος αστός δικηγόρος, σύμβουλος του βασιλιά της Αγγλίας και θαυμαστής του Στάλιν. Υπηρέτησε το αγγλικό κοινοβούλιο από το 1935 μέχρι το 1950. «Βρέθηκε» τάχα στη Μόσχα όταν άρχιζαν οι μεγάλες Δίκες. Στην πραγματικότητα τον κάλεσε ο Στάλιν για να παρακολουθήσει και να καλύψει τις ψευτοδίκες της Μόσχας, να δώσει, δηλαδή, ένα πιστοποιητικό ηθικής ακεραιότητας στον Στάλιν και στην Γκε Πε Ου του. –Σελ. 33.

Ράποπορ, Σαρλ (1865-1939). Σοσιαλιστής, ρωσικής καταγωγής. Πήρε μέρος στο γαλλικό σοσιαλιστικό κίνημα. Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας μετά το σχίσμα της Τουρ και έκοψε κάθε σχέση μαζί του εξαιτίας της δίκης Μπουχάριν. Έγραψε πολλές μπροσούρες και μελέτες με θέματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Για τις αναθεωρητικές απόψεις του τον επέκρινε δριμύτατα ο Π. Λαφάργκ. Πέθανε λίγο πριν την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. –Σελ. 34.

Ρόζενμαρκ, Ρ. Μέλος της γαλλικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ένας σκοτεινός δικηγόρος που τον χρησιμοποίησαν οι σταλινικοί για να δικαιολογήσει τις Δίκες της Μόσχας που, όπως ο δικηγόρος Πριτ, «έτυχε» κι αυτός να παρακολουθήσει. –Σελ. 65.

Ρολάν, Ρομέν (1866-1944). Γάλλος συγγραφέας (βραβείο Νόμπελ 1915). Ειρηνιστής στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και οπαδός του σταλινισμού αργότερα –ειδικευμένος στην έκδοση και την υπογραφή μανιφέστων και διαμαρτυριών. –Σελ. 33.

Σάφτσμπερι, ¶ντονι ¶σλεϊ Κούπερ (1671-1713). ¶γγλος φιλόσοφος και ηθικολόγος, μαθητής του Τζον Λοκ. Πίστευε ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει μια «ηθική αίσθηση» η οποία συμφιλιώνει την ατομική με τη γενική ευτυχία. Ενάντια στο δάσκαλό του, αντιτάσσει τον «έμφυτο» χαρακτήρα των αρχών του δικαίου και μια «εσωτερική αίσθηση» σαν αυτόνομη ικανότητα κρίσης των αξιών. –Σελ. 22-23.

Σεντόφ, Λεόν (1906-1938). Ο μεγάλος γιος του Λ.Τρότσκι και της Ναταλίας Σέντοβα. Μαχητής της Κομμουνιστικής Νεολαίας κι ένα από τα πιο δραστήρια στελέχη της Αριστερής Αντιπολίτευσης από την εποχή της συγκρότησής της.

«ΣΆ αυτό το αγόρι κι αργότερα τον έφηβο και τον νεαρό, θα γράψει συντετριμμένος ο Λεόν Τρότσκι την ημέρα που πληροφορήθηκε το θάνατό του, το αίσθημα του καθήκοντος και της θυσίας είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Το 1923, ο Λεόν μπήκε ξαφνικά κι ολοκληρωτικά στην Αντιπολίτευση. Δεν θά Άταν αλήθεια να το αποδώσουμε στην επίδραση των γονιών του. Ο πολιτικός του προσανατολισμός καθορίστηκε από το ίδιο εκείνο ένστικτο που τον έσπρωξε να προτιμήσει τα υπερφορτωμένα από κόσμο τραμ, από τις λιμουζίνες του Κρεμλίνου...».

Είναι χαρακτηριστικό, από παιδί ο Λεόν Σεντόφ εγκατέλειψε το Κρεμλίνο –το διαμέρισμα με την κοινή τραπεζαρία που η οικογένεια Τρότσκι μοιραζόταν με την οικογένεια Λένιν, κι εγκαταστάθηκε στο κοινόβιο των προλεταριακών σπουδαστών, «για να μην ξεχωρίζει από τους άλλους». Ταυτόχρονα έπαιρνε μέρος σΆ όλα τα «κομμουνιστικά Σάββατα» κι όλες τις «κινητοποιήσεις εργασίας», φτυαρίζοντας τα χιόνια από τους δρόμους τις Μόσχας και ξεφορτώνοντας ψωμιά και ξύλα από τα βαγόνια. Αργότερα σαν φοιτητής Πολυτεχνείου δούλευε στην επιδιόρθωση των ατμομηχανών.

Με τη διαγραφή και την εξορία του Λ.Τρότσκι στα τέλη του 1927, ο Σεντόφ αποφάσισε να ακολουθήσει τους γονείς και συντρόφους του στην ¶λμα ¶τα και στη συνέχεια, με την απέλασή τους, το 1929, να τους ακολουθήσει στην υπερορία.

Ο Σεντόφ ήταν ο πραγματικός υπεύθυνος του ρώσικου τμήματος της Αντιπολίτευσης και στη συνέχεια της Διεθνιστικής Κομμουνιστικής Λίγκας, όπως ονομαζόταν τότε η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση. Παρέμεινε στο Βερολίνο το 1931-1933, κρατώντας την επαφή με τους ρώσους αντιπολιτευόμενους. Τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου ήταν και το κέντρο της Διεθνούς.

Ήταν ο εκδότης του «Δελτίου της Αριστερής Αντιπολίτευσης» και έγραψε την Κόκκινη Βίβλο, όπου με αδιάσειστα στοιχεία αποκάλυπτε τη σκηνοθεσία των σταλινικών στην πρώτη δίκη της Μόσχας.

Ο Λεόν Σεντόφ πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες σε μια κλινική του Παρισιού στις 16 του Φλεβάρη 1938. Ο Τρότσκι, βέβαια, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι πίσω από το θάνατο του Σεντόφ βρίσκονταν οι δολοφόνοι της Γκε Πε Ου. Να τι γράφει στο γάλλο ανακριτή στις 18 Ιούλη του 1938:

«Οι οργανωτές του εγκλήματος ήταν οι πράκτορες της Γκε Πε Ου, οι ψευτο-υπάλληλοι των σοβιετικών ιδρυμάτων στο Παρίσι. Αυτοί που το εκτέλεσαν ήταν οι πράκτορες αυτών των πρακτόρων παρμένοι από το περιβάλλον των λευκορώσων εμιγκρέδων, των γάλλων ή αλλοδαπών σταλινικών...».

Αργότερα, το 1956, ο σταλινικός πράκτορας Ζμπορόβσκι, που δικαζόταν στις Ενωμένες Πολιτείες, δήλωσε καθαρά πως αυτός ο ίδιος ειδοποίησε την Γκε Πε Ου ότι ο Σεντόφ μπήκε στην κλινική Μιραμπό για εγχείριση. Από κει και πέρα την υπόθεση ανάλαβε η Γκε Πε Ου του Στάλιν.

Τελειώνοντας θα πρέπει να πούμε ότι αν εξαιρέσουμε τη δολοφονία του ίδιου του Τρότσκι, η δολοφονία του Σεντόφ ήταν το πιο αποφασιστικό χτύπημα που ο Στάλιν και οι πράκτορες του έδωσαν στην Αντιπολίτευση και στην Τέταρτη Διεθνή. –Σελ. 56.

Σερζ, Βικτόρ (1890-1947). Είναι ο ρώσος επαναστάτης Κίλμπαλιτς, ο μεταφραστής των έργων του Τρότσκι στο Παρίσι. Ο Σερζ γεννήθηκε στις Βρυξέλες και πέθανε, κυνηγημένος από τους ναζί, εξόριστος στο Μεξικό.

Αναρχικός στα νιάτα του, επηρεάστηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση, πήγε στη Σοβιετική Ένωση και δούλεψε για την Κομμουνιστική Διεθνή. Διαφώνησε με το σταλινισμό και πέρασε στην Αντιπολίτευση. Συνελήφθη το 1933, αλλά αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από μια διεθνή καμπάνια των γάλλων διανοουμένων.

Κάτω από την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης, ο Στάλιν αναγκάστηκε να τον απελάσει από τη Ρωσία, το 1936 –σε μια εποχή που ήδη είχε αρχίσει η μεγάλη σφαγή των επαναστατών.

«Ο Βικτόρ Σερζ, θα γράψει τότε ο Λ.Τρότσκι στην Προδομένη Επανάσταση (σελ. 229), που έζησε όλα τα στάδια της καταπίεσης στη Σοβιετική Ένωση, έχει φέρει εκπληκτικά νέα στη Δυτική Ευρώπη από κείνους που υποβάλλονται σε βασανιστήρια για την πίστη τους στην επανάσταση και την εχθρότητα τους στους νεκροθάφτες της. “Δεν υπερβάλω σε τίποτε”, γράφει ο Σερζ. “Μετράω κάθε λέξη. Μπορώ να στηρίξω καθεμιά από τις δηλώσεις μου με τραγικές αποδείξεις και με ονόματα. Ανάμεσα σΆ αυτή τη μάζα των μαρτύρων και των διαμαρτυρομένων, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους σιωπηλοί, μια ηρωική μειονότητα είναι κοντύτερα σε μένα από όλους τους άλλους, πολύτιμη για την ενεργητικότητά της, τη διεισδυτικότητά της, τη στωικότητά της, την αφοσίωσή της στον Μπολσεβικισμό της μεγάλης εποχής. Χιλιάδες τέτοιοι κομμουνιστές της πρώτης ώρας, σύντροφοι του Λένιν και του Τρότσκι, οικοδόμοι της Σοβιετικής Δημοκρατίας όταν υπήρχαν ακόμα τα Σοβιέτ, αντιπαραθέτουν τις αρχές του σοσιαλισμού στον εσωτερικό εκφυλισμό του καθεστώτος, υπερασπίζονται όσο πιο καλά μπορούν (και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συμφωνούν σε κάθε δυνατή θυσία) τα δικαιώματα της εργατικής τάξης... Σας φέρνω νέα από κείνους που είναι κλειδωμένοι εκεί πάνω. Θα κρατήσουν, ότι και αν χρειαστεί, μέχρι το τέλος. Ακόμα και αν δεν ζήσουν να δουν μια νέα επαναστατική αυγή ... Οι επαναστάτες της Δύσης μπορούν να υπολογίζουν πάνω τους. Η φλόγα θα κρατηθεί αναμμένη, ακόμα και μονάχα μέσα στις φυλακές. Με τον ίδιο τρόπο αυτοί υπολογίζουν σε σας. Πρέπει εσείς, πρέπει εμείς, να τους υπερασπιστούμε, για να υπερασπιστούμε την εργατική δημοκρατία στον κόσμο, για να ξαναζωντανέψουμε τη λυτρωτική εικόνα της δικτατορίας του προλεταριάτου, και κάποια μέρα να αποκαταστήσουμε στη Σοβιετική Ένωση το ηθικό της μεγαλείο και την εμπιστοσύνη των εργατών”...».

Πιεσμένος από τα πογκρόμ του σταλινισμού, απΆ όλη αυτή την καταπίεση και τη σφαγή των επαναστατών, ο Β.Σερζ δεν άντεξε. Ύστερα από λίγο θα απορρίψει το Μαρξισμό και θα διαχωρίσει τη θέση του από την Τέταρτη Διεθνή.

Ο Σερζ άφησε ένα πολύ σημαντικό, ιστορικό και λογοτεχνικό έργο. Αναφέρουμε το Τι Πρέπει να Ξέρει κάθε Επαναστάτης (συνωμοτικοί κανόνες) που έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Θεωρία» και το τρίτομο, Ο Πρώτος Χρόνος της Ρωσικής Επανάστασης.

Μετά τη δολοφονία του Λ.Τρότσκι, ο Σερζ συγκέντρωσε και έκδωσε σε δυο τόμους τις αναμνήσεις της Ναταλίας Σέντοβα, της συντρόφου του Τρότσκι. –Σελ. 58-67, 69.

Σνίβλιετ, Χένρικους (1883-1942). Μέλος της μαρξιστικής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολλανδίας από τις αρχές του αιώνα. Το 1909 είναι πρόεδρος του Συνδικάτου των Σιδηροδρομικών και των Εργαζομένων στα Τραμ. Το 1912 έρχεται σε σύγκρουση με τη Γενική Συνομοσπονδία που αρνείται να στηρίξει την απεργία των ναυτεργατών. Παραιτείται από την προεδρία του συνδικάτου και φεύγει για την Ινδονησία.

Στην Ινδονησία αναπτύσσει μια εκτεταμένη πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα. Είναι ο ιδρυτής του μαρξιστικού κινήματος στην αποικιακή αυτή χώρα. Με την επανάσταση στη Ρωσία το 1917 ξεκινάει μια καμπάνια, καλώντας τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ρωσίας. Συλλαμβάνεται και απελαύνεται.

Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς εκπροσωπεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Ολλανδίας που μαζί με άλλα στελέχη έχει ιδρύσει. Επιστρέφοντας στην Ολλανδία γίνεται πρόεδρος των Επαναστατικών Συνδικάτων (NAS). Το 1927 διαφωνεί με το ΚΚ, και ιδρύει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα (RSAP).

Το 1933 καταδικάζεται σε πέντε μήνες φυλακή για την αλληλεγγύη που οργάνωσε στη στάση του καταδρομικού «Ζέβεν Προβινσιέν». Τον ίδιο χρόνο εκλέγεται βουλευτής στην Ολλανδική Βουλή. Το RSAΡ, το Κόμμα στο οποίο ηγείται, προσχωρεί στην Διεθνή Κομμουνιστική Λίγκα του Τρότσκι.

Στην πάλη του ενάντια στη γερμανική κατοχή συλλαμβάνεται από τους γερμανούς φασίστες και εκτελείται μαζί με άλλους επτά συντρόφους του στις 13 του Απρίλη 1942. –Σελ. 64.

Σουβαρίν, Μπορίς (γεννήθηκε το 1893). Ο Σουβαρίν ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, αλλά απογοητεύτηκε από το σταλινισμό των δεκαετιών του 1920 και του 1930 και στράφηκε τελικά ενάντια στο Μαρξισμό. Μέσα σε λίγα χρόνια έχει πάει τόσο μακριά που ο Λ.Τρότσκι τον φέρνει για παράδειγμα στην πάλη του ενάντια στους αμερικανούς μικροαστούς αποστάτες που θέλησαν να διαλύσουν το Σ.Ε.Κ.Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Αναπτύσσοντας το άλφα-βήτα της υλιστικής διαλεκτικής, ο Τρότσκι γράφει Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού (σελίδα 94):

«Οι γαγγραινιασμένοι σκεπτικιστές σαν τον Σουβαρίν, πιστεύουν πως “κανείς δεν ξέρει” τι είναι η διαλεκτική. Και υπάρχουν “μαρξιστές” που υποκλίνονται με ευλάβεια στον Σουβαρίν, και ελπίζουν να μάθουν κάτι απΆ αυτόν. Και αυτοί οι μαρξιστές δεν κρύβονται μόνο στο “Σύγχρονο Μηνιαίο”. Δυστυχώς ένα ρεύμα σουβαρινισμού υπάρχει και μέσα στην τωρινή αντιπολίτευση του ΣΕΚ. Και εδώ είναι αναγκαίο να προειδοποιήσουμε τους νέους συντρόφους: Προσέξτε την κακοήθη μολυσματική αυτή νόσο!

Η διαλεκτική δεν είναι ούτε μύθος, ούτε μυστικισμός, αλλά η επιστήμη των μορφών της σκέψης μας, στο βαθμό που δεν περιορίζεται στα καθημερινά προβλήματα της ζωής αλλά προσπαθεί να φτάσει σε μια κατανόηση πιο περίπλοκων και πιο μακρόπνοων προτσές». –Σελ. 59, 62, 66-67, 69.

Σπάακ, Πολ Χενρί (1899-1972). Ένας από τους νεότερους ηγέτες του Βελγικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που συνέχισε την παράδοση του Ε.Βαντερβέλντε στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης. Δικηγόρος στη δεκαετία του 1920, εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1932.

Το 1935 γίνεται υπουργός Δημοσίων Έργων, το 1936 υπουργός Εξωτερικών και το 1938 –καθώς πλησιάζει ο πόλεμος– ο πρώτος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της βελγικής μπουρζουαζίας.

Το 1945 είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών για να αναλάβει και πάλι την πρωθυπουργία το 1946-1950. Στη συνέχεια έγινε πρόεδρος της Οργάνωσης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το 1954 αναλαμβάνει ξανά υπουργός Εξωτερικών και το 1957-1961 υπηρετεί την άρχουσα τάξη ως γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ.

Το 1961 που η κατάσταση χειροτερεύει στις αποικίες και ιδιαίτερα με την εξέγερση στο Κονγκό επανέρχεται στο υπουργείο Εξωτερικών και στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης.

Το 1935, πριν ακόμα μπει στην υπηρεσία της μπουρζουαζίας, ο Σπάακ είχε έρθει σΆ επαφή με τον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση, αναζητώντας ιδεολογικά όπλα για να πολεμήσει τη σοσιαλδημοκρατική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αλλά, τελικά, «προτίμησε τα ρόδα από τΆ αγκάθια», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τρότσκι. Κατά τα άλλα, όσο ζούσε, ο Σπάακ βρισκόταν πάντα επικεφαλής της Πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης των σοσιαλιστών, τραγουδώντας, με υψωμένη τη γροθιά και μΆ ένα κόκκινο γαρίφαλο στο πέτο, τη «διεθνή»!!! –Σελ. 51.

Σπένσερ, Χέμπερτ (1820-1903). ¶γγλος θετικιστής φιλόσοφος και υποστηρικτής ενός ακραίου ατομικισμού. Έγινε γνωστός σαν ο φιλόσοφος της εξέλιξης όταν έθεσε τη δαρβινική θεωρία σαν την ενοποιητική αρχή της φιλοσοφίας του.

Την ίδια στιγμή, ο Σπένσερ είναι ο θεμελιωτής του κοινωνικού δαρβινισμού: διατυπώνοντας την αντίληψη «της επιβίωσης του προσαρμοστικότερου», έφθασε να μιλάει για κοινωνική επιλογή, προσπαθώντας να καλυφθεί επιστημονικά από τη φυσική επιλογή του Δαρβίνου. (Η μη επιτυχία στην εργασία και γενικά στη ζωή θεωρούνταν από τον Σπένσερ σαν ένα δείγμα βιολογικής κατωτερότητας). Την ίδια στιγμή δεχόταν ότι στον άνθρωπο υπάρχει μια ηθική αίσθηση, μια αίσθηση του καλού και του κακού. Επηρεασμένος από τον αγνωστικισμό του Χιουμ και του Μιλ Τζον Στιούαρτ, τόνιζε ότι ο κόσμος χωρίζεται σΆ αυτά που μπορούμε να γνωρίσουμε και σΆ αυτά που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε.

«Η ύλη, η κίνηση και η δύναμη, είναι απλά σύμβολα της άγνωστης πραγματικότητας», συμπεραίνει στις Βασικές Αρχές του. Η επιστήμη μπορεί να καταγράψει ομοιότητες ή διαφορές και άλλες ιδιότητες των αισθήσεων, δεν μπορεί όμως να διεισδύσει στην ουσία των φαινομένων.

Είναι υποστηρικτής της «διαφοροποιημένης» κοινωνίας, δηλαδή της ταξικής κοινωνίας και βλέπει την κοινωνική δομή και τα ταξικά διοικητικά όργανά της σαν την κατανομή των λειτουργιών στα όργανα του ανθρώπινου σώματος.

Εχθρός του σοσιαλισμού, εξορκίζει την επανάσταση, θεωρώντας την σαν μια ασθένεια του κοινωνικού σώματος. Οπαδός του αγγλοσαξονικού ωφελιμισμού –του «εξελικτικού», όπως τον ονειρευόταν ο ίδιος, ο Σπένσερ βλέπει την ηθική σε σχέση πάντα με την ωφέλεια, την πηγή αυτή της απόλαυσης. –Σελ. 25-26.

Στάλιν, Γιοσίφ (Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, 1879-1953). Το 1898, φοιτώντας σε ένα Ορθόδοξο Σεμινάριο της Τιφλίδας, ο Στάλιν, με το ψευδώνυμο «Κόμπα», έγινε μέλος της παράνομης σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης Μέσαμε Ντάσι (Τρίτη Ομάδα) που είχε επικεφαλής της τον Νώε Ζορντάνια, τον κατοπινό αρχηγό των Μενσεβίκων στη Γεωργία. (Να υπενθυμίσουμε ότι το Σοσιαλ/Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας ιδρύθηκε το Μάρτη του 1898 στο Μινσκ από τους αντιπροσώπους εννιά τοπικών σοσιαλιστικών επιτροπών).

Τον επόμενο χρόνο ο Στάλιν αποβάλλεται από το σεμινάριο. Στο τέλος του 1899 πιάνει δουλειά στο Αστεροσκοπείο της Τιφλίδας –όπου και μένει– και ταυτόχρονα συμμετέχει στην οργανωτική και προπαγανδιστική δουλειά της Μέσαμε Ντάσι. Αλλά οι προληπτικές έρευνες και συλλήψεις της αστυνομίας ενάντια στις προετοιμαζόμενες εργατικές κινητοποιήσεις για την Πρωτομαγιά του 1901, οδηγούν τους χωροφύλακες στο δωμάτιο-κρησφύγετο του Στάλιν στο Αστεροσκοπείο. Δεν τον βρίσκουν εκεί κι έτσι δεν συλλαμβάνεται, αλλά αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να περάσει στην παρανομία. Έτσι ο Στάλιν γίνεται «επαγγελματίας επαναστάτης».

Το Νοέμβρη του 1901 γίνεται μέλος της σοσιαλδημοκρατικής επιτροπής της Τιφλίδας και στο τέλος του χρόνου (κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες) στάλθηκε στο Μπατούμ, ένα σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, για να δουλέψει πολιτικά ανάμεσα στους εργάτες των εργοστασίων που ξεπερνούσαν τότε τις 10 χιλιάδες. Το Φλεβάρη του 1902, γίνονται μεγάλες κινητοποιήσεις ύστερα από μαζικές απολύσεις στα διυλιστήρια Ρότσιλντ. Σε μια διαδήλωση στις 9 του Μάρτη η αστυνομία αντιμετωπίζει με τα όπλα τους απεργούς: ο απολογισμός είναι 14 σκοτωμένοι εργάτες και πάνω από 50 τραυματίες. Τον Απρίλη του 1902 ο Στάλιν συλλαμβάνεται, καταδικάζεται, μένει ενάμιση χρόνο στη φυλακή και τελικά εξορίζεται στη Σιβηρία.

Ποιος ήταν ο ρόλος του Στάλιν στα γεγονότα του Μπατούμ που συντάραξαν τότε όλη την Ρωσία; Οι επίσημοι βιογράφοι του βεβαιώνουν ότι ήταν επικεφαλής των διαδηλωτών. Ο Ανρί Μπαρμπίς, που αργότερα έγραψε τη βιογραφία του Στάλιν, βεβαιώνει πως βάδιζε στην πρώτη γραμμή, σαν «στόχος». Κατά τον Λ.Μπέρια, τον περιβόητο αρχηγό της Γκε Πε Ου, ο Στάλιν αναπτύσσει μια «καταπληκτική» δραστηριότητα μετά τη διαδήλωση –γράφει, τυπώνει και σκορπάει προκηρύξεις και, τελικά, μεταβάλλει την κηδεία των θυμάτων σε «μεγαλειώδη πολιτική διαδήλωση».

Από την άλλη, ο Τρότσκι, στη βιογραφία του για τον Στάλιν, γράφει ότι ο Κόμπα συμμετείχε στα γεγονότα «μόνο από τα παρασκήνια». Ο Γκογκιμπεριτζέ και ο Κιμιριάντς ήταν οι επικεφαλής του πλήθους. «Το όνομα του Τζουγκασβίλι (Στάλιν) δεν αναφέρθηκε καθόλου στη δίκη».

Την ίδια στιγμή ο Τρότσκι καταγγέλλει τη βιομηχανία ψευτιάς που ο Στάλιν και η κλίκα του έστησαν όταν το κύμα των ηττών της εργατικής τάξης τον ανέβασε στην ηγεσία της σοβιετικής γραφειοκρατίας –μια φοβερή απάτη που παρουσιάζει τον Στάλιν σαν τον «πρώτο μπολσεβίκο στην Τιφλίδα», σαν τον «αρχηγό του Μπολσεβικισμού στον Καύκασο», σαν τον «Λένιν του Καυκάσου» κλπ., ενώ συστηματικά κρύβουν ή καταστρέφουν τα ντοκουμέντα και χαλκεύουν τις μαρτυρίες.

«Ποτέ δεν έχουμε δει μια τόσο τεράστια βιομηχανία ψεύδους», γράφει ο Τρότσκι (σελ. 89). Και ταυτόχρονα βεβαιώνει ότι τα γραπτά του Στάλιν αυτής της περιόδου ήταν απλά επαναλήψεις ή περιλήψεις των γραπτών του Λένιν ή άλλων επαναστατών της εποχής. «Οι εκδότες της «Ίσκρα», και ειδικότερα ο Λένιν, γράφει με τη σειρά του ο Ντόιτσερ στη δική του βιογραφία για τον Στάλιν, θα μπορούσαν εύκολα να πουν ποια άρθρα τους ο επαρχιώτης συγγραφέας είχε αναμασήσει και θα ήταν σε θέση να προσδιορίσουν και τις παραγράφους που είχε δανειστεί απΆ αυτούς λέξη προς λέξη», (σελ. 44).

Από την αρχή της επαναστατικής του δραστηριότητας, ο Στάλιν απόρριψε την απόφαση των εργατών της Τιφλίδας να στείλουν έναν εκλεγμένο αντιπρόσωπό τους στη Σοσιαλδημοκρατική Επιτροπή της περιοχής. «Η δυσπιστία απέναντι στις μάζες όπως και απέναντι στα πρόσωπα, θα γράψει ο Τρότσκι στη βιογραφία του για τον Στάλιν, αποτελεί το βάθος της φύσης του... Η φυλακή, η εξορία, οι θυσίες, οι στερήσεις δεν τον φόβιζαν. Ήξερε να κοιτάζει τον κίνδυνο κατά πρόσωπο. Αλλά αντιλαμβανόταν με πόνο τη βραδύτητα του μυαλού του, την έλλειψη ταλέντου, τη φυσική ή ηθική του ασημαντότητα...», (σελ. 74, 78). Ενάντια στους κομισάριους τύπου Στάλιν, ο Λένιν έδωσε μια σκληρή μάχη στο Τρίτο Συνέδριο του Κόμματος, απαιτώντας να συμπεριλάβουν μια πλειοψηφία από εργάτες στις επιτροπές του Κόμματος. Ο Λένιν ηττήθηκε. Η νίκη «έστεψε τους κομισάριους, που αρχηγός τους ήταν ο Ρίκοφ», γράφει ο Τρότσκι, (σελ. 88).

Από τη Νόβαγια Ούντα όπου είχε εξοριστεί, ο Στάλιν δραπετεύει και επιστρέφει στην Τιφλίδα το Φλεβάρη του 1904. Στα επόμενα χρόνια «οργανώνει και διευθύνει τον αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους», ξεκόβοντας τους από τις μάζες, μας βεβαιώνει ο Μπέρια –ή όπως συνήθιζαν (τάχα) να λένε οι εργάτες της Τιφλίδας: «Ο Κόμπα γδέρνει τους μενσεβίκους»! Ο «σκληρός» αυτός αγώνας του Στάλιν είχε σαν αποτέλεσμα στο Τέταρτο (Ενωτικό) Συνέδριο του Κόμματος στη Στοκχόλμη, τον Απρίλη του 1906, ...να υπάρχουν από την Τιφλίδα δέκα μενσεβίκοι αντιπρόσωποι και ένας μόνο μπολσεβίκος, ο ίδιος ο Στάλιν, κι αυτός με συμβουλευτική ψήφο αφού δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα αναγκαία εργατικά πληρεξούσια.

Η Επανάσταση του 1905, η λεγόμενη «πρόβα τζενεράλε», θα περάσει δίπλα από τον Στάλιν, χωρίς, φυσικά, να τον ακουμπήσει –στα γραφτά του δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η λέξη σοβιέτ, κι αυτό γιατί ποτέ δεν κατανόησε τη σπουδαιότητά τους σαν κίνημα που ενοποιεί την τάξη και γενικότερα τις μάζες πάνω από τα κόμματα. Σαν άνθρωπος του μηχανισμού δεν μπόρεσε να συλλάβει ότι η νέα αυτή μορφή μαζικής οργάνωσης και αιρετής αντιπροσώπευσης είναι ένα όπλο στον αγώνα της εργατικής τάξης και μπορεί να την οδηγήσει στην εξουσία όταν καθοδηγείται από ένα επαναστατικό κόμμα. «Ποια ήταν η δράση του Κόμπα-Τζουγκασβίλι αυτή τη “χρονιά της επαναστατικής τρέλας”;», ρωτάει με έμφαση ο Ντόιτσερ. «Όλη αυτή την περίοδο, απαντά, δεν έπαιξε κανένα εθνικό ρόλο. Παράμεινε ένας από τους επαρχιακούς καυκασιανούς ηγέτες».

Το Δεκέμβρη του 1905, ο Στάλιν εγκαταλείπει για πρώτη φορά τον Καύκασο, παίρνοντας μέρος στη Συνδιάσκεψη του Τάμερφορς (όπου και συνάντησε για πρώτη φορά τον Λένιν) και τον Απρίλη του 1906, συμμετέχει στο Τέταρτο (Ενωτικό) Συνέδριο, στη Στοκ­χόλμη, που επικύρωσε τη συγχώνευση των Μπολσεβίκων με τους Μενσεβίκους. Συμμετέχει επίσης στο Πέμπτο Συνέδριο του Κόμματος που έγινε το Μάη του 1907 στο Λονδίνο, και πάλι με συμβουλευτικό ψήφο!

Με την αιματηρή καταστολή της Επανάστασης του 1905, η τσαρική απολυταρχία κυριαρχεί παντού με την τρομοκρατία και το σκοταδισμό της: στο εργατικό κίνημα, στην επιστήμη, στις τέχνες, στον πολιτισμό. Στη φιλοσοφία άνθησαν οι πιο αντιδραστικές μορφές υποκειμενικού ιδεαλισμού, που αρνούνταν τον νομοτελειακό υλιστικό χαρακτήρα της Φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης.

Ο Λένιν αναλαμβάνει έναν αδιάλλακτο ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα ενάντια στον λικβινταρισμό των μενσεβίκων (Νταν-Μάρτοφ-Μαρτίνοφ κλπ.), ενάντια στον συμφιλιωτισμό του Τρότσκι (που πίστευε ότι μπορεί να συμβιβάσει τους μπολσεβίκους με του μενσεβίκους), όπως κι ενάντια στους «λικβινταριστές από την ανάποδη», όπως αποκαλούσε ο Λένιν την οπορτουνιστική ομάδα των οτσοβιστών (Μπογκντάνοφ-Λουνατσάρσκι, Σοκολόφ, Αλεξίνσκι, Λιάντοφ κλπ.) που διακήρυσσαν ότι σε περίοδες αντίδρασης το Κόμμα πρέπει να δουλεύει μόνο παράνομα, και απαιτούσαν να εγκαταλείψει την πάλη του στη Δούμα, στα συνδικάτα, στους συνεταιρισμούς και τις άλλες νόμιμες ή μισονόμιμες μαζικές οργανώσεις. Το αντίθετο ακριβώς υποστήριζαν οι μενσεβίκοι, ζητώντας να εγκαταλείψει το Κόμμα κάθε παράνομη ή μισονόμιμη δουλειά –δηλαδή να διαλυθεί.

«Εφόσον όμως ο οτσοβισμός, έγραφε τότε ο Λένιν, προάγεται σε θεωρία, εφόσον κατάλήγει σΆ ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής –και αυτό γίνεται από μια μικρή ομάδα που θεωρεί τον εαυτό της εκπρόσωπο του “αληθινού” επαναστατισμού– χρειάζεται αδιάλλακτος ιδεολογικός πόλεμος!... Οι εργάτες-μπολσεβίκοι πρέπει νΆ αποκρούσουν αποφασιστικά αυτές τις απόπειρες και νΆ απαιτήσουν ένα πράγμα: ιδεολογική καθα­ρότητα, σαφείς απόψεις, γραμμή που να στηρίζεται σε αρχές», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 17, σελ. 95-97).

Με μια σκληρή και μακρόχρονη πάλη, ο Λένιν μπόρεσε να αναπτύξει την πολιτική και οργανωτική δουλειά του Κόμματος και ταυτόχρονα να αναγάγει όλα τα πολιτικά ζητήματα στο φιλοσοφικό επίπεδο. Κι εδώ κορυφώνεται η πάλη του: οι ίδιες οι φράξιες σχηματίζονται τώρα στο πεδίο της φιλοσοφίας: ο μπολσεβίκος Λένιν συμμαχεί με τον μενσεβίκο Πλεχάνοφ (που συνεχώς μπερδεύει τη φραξιονιστική μορφή της πάλης με το υποκειμενικό ιδεαλιστικό της περιεχόμενο) ενάντια στους μπολσεβίκους οτσοβιστές Μπογκντάνοφ-Λουνατσάρσκι κλπ., που, με τη σειρά τους, ενώνονται με τους μενσεβίκους λικβινταριστές Βαλεντίνοφ-Γιουσκέβιτς και Σία. Τώρα το κύριο καθήκον για τον Λένιν είναι να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή και να υπερασπιστεί μέχρι το τέλος τον διαλεκτικό υλισμό ενάντια στους αντιπάλους του που έχουν συγκεντρωθεί πίσω από τον αυστριακό φυσικό και υποκειμενικό ιδεαλιστή Μαχ Ερνστ. Αυτή η σύγκρουση εξόπλισε το διεθνές εργατικό κίνημα και την επαναστατική πρωτοπορία με το «θανατηφόρο όπλο» που λέγεται Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (δες Μαχ).

Όλη αυτή η πάλη του Λένιν φαίνεται στον «πρακτικό αγωνιστή», στον «εμπειρικό πολιτικό» Στάλιν σαν μικροδιαφορές, όπως θα γράψει αργότερα, που διασπούν την μπολσεβίκικη φράξια –σαν μια «τρικυμία σΆ ένα ποτήρι νερό»!

Από το φθινόπωρο του 1907 μέχρι την άνοιξη του 1908 ο Στάλιν δούλευε πολιτικά στο Μπακού, είχε αλληλογραφία και επαφές με το εξωτερικό και ήξερε όλα τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα του Κόμματος, όπως και την πάλη που είχε αναλάβει ο Λένιν ενάντια στους εμπείριος. Το Μάρτη πιάστηκε, μαζί με τον Ορτζονικίτζε, από την Οχράνα. Πέρασε λίγους μήνες στη φυλακή και στη συνέχεια εξορίστηκε στο Σολβιτσέγκοντσκ, μια μικρή πόλη της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Σχεδόν αμέσως δραπετεύει και τον Ιούλη του 1909 ξαναεμφανίστηκε στο Μπακού. Είναι τότε που σΆ ένα ανυπόγραφο άρθρο του στην εφημερίδα «Μπακίνσκι Προλετάρι» κατηγορεί τους «αποξενωμένους από τη ρώσικη πραγματικότητα» εμιγκρέδες και το παλιό σύστημα οργάνωσης «με τους παλιούς τρόπους δουλειάς και την “ηγεσία” στο εξωτερικό» (δεν παραλείπει να βάλει την ηγεσία που ασκούσε ο Λένιν σε εισαγωγικά). Στο ίδιο τεύχος της εφημερίδας δημοσιεύει μια απόφαση της Επιτροπής του Μπακού που την έχει γράψει ο ίδιος κι όπου κατηγορεί ανοικτά τον Λένιν ότι διασπά τη μπολσεβίκικη φράξια για μικροδιαφορές. Χωρίς να το λέει καθαρά αναφέρεται στη διαγραφή του Μπογκντάνοφ που είχε γίνει λίγες μέρες νωρίτερα –ο Μπογκντάνοφ διαγράφηκε τον Ιούνη του 1909 γιατί παραβίασε σχετική εντολή του Κόμματος, ανοίγοντας μια αντικομματική σχολή στο Κάπρι.

Το Μάρτη του 1910 ο Στάλιν συλλαμβάνεται και στέλνεται ξανά στο Σολβιτσέγκοντσκ για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Στις 31 του Δεκέμβρη στέλνει ένα γράμμα στο σύντροφο Σιμόν (Σ.Σβαρτς), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, στο Παρίσι. Στο γράμμα αυτό ο Στάλιν εξυμνεί πρώτα την πολιτική του Λένιν και τη συμμαχία του με τον Πλεχάνοφ και μετά προτείνει τη δημιουργία μιας ομάδας ή μιας επιτροπής στο εσωτερικό που θα συντονίζει την παράνομη με τη νόμιμη και τη μισονόμιμη δουλειά. Ονομάστε την, έγραφε, όπως θέλετε: «ρωσικό τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής» ή «βοηθητική ομάδα κοντά στην Κεντρική Επιτροπή». Τελειώνοντας, υποβάλλει την υποψηφιότητα του για την επιτροπή εσωτερικού: «Τώρα ας μιλήσουμε για μένα. Μου μένουν ακόμα έξι μήνες να βγάλω. Ύστερα είμαι έτοιμος να υπηρετήσω. Αν η ανάγκη για αγωνιστές είναι μεγάλη, μπορώ να εξαφανιστώ αμέσως».

Η διπροσωπία και η κακοπιστία του Στάλιν και προπαντός η περιφρονητική στάση του απέναντι στη θεωρία, θα αποκαλυφθούν ύστερα από λίγες μέρες, μΆ ένα άλλο γράμμα του προς τους μπολσεβίκους της Μόσχας. Ο Στάλιν γράφει εδώ: «Έχουμε βέβαια ακούσει να μιλούν για “τρικυμία μέσα σΆ ένα ποτήρι νερό” στο εξωτερικό: ο συνασπισμός Λένιν-Πλεχάνοφ από το ένα μέρος κι ο συνασπισμός Τρότσκι-Μάρτοφ-Μπογκντάνοφ από το άλλο. Η στάση των εργατών απέναντι στον πρώτο συνασπισμό είναι, όσο ξέρω, ευνοϊκή. Αλλά οι εργάτες άρχισαν να βλέπουν γενικά τους εμιγκρέδες με περιφρόνηση: “Ας ζητάνε το φεγγάρι όσο το επιθυμούν, (λένε τάχα οι εργάτες σ.σ.) αλλά εμείς που ενδιαφερόμαστε να πάει μπροστά το κίνημα, ας δουλέψουμε και όλα θα σιάξουν!”. ΚατΆ εμέ, αυτό είναι το καλύτερο που έχουν να κάνουν». Η περιφρονητική αυτή στάση προς τη μαρξιστική θεωρία θα μεταμορφωθεί αργότερα σε μίσος απέναντι σε κάθε θεωρία. Είναι τότε που «Ο Στάλιν αναθεωρεί τον Μαρξ και τον Λένιν όχι με τη θεωρητική πένα, αλλά με το τακούνι της Γκε Πε Ου», όπως χαρακτηριστικά θα γράψει ο Τρότσκι στον Σταλινισμό και Μπολσεβικισμό.

Τα γεγονότα της Λένας, την άνοιξη του 1912, έδειξαν ότι αρχίζει να ξεπερνιέται η περίοδος της υποχώρησης που έφερε η ήττα της επανάστασης του 1905 και η καταστολή που ακολούθησε. Στη σφαγή των χρυσωρύχων της Λένας η εργατική τάξη απάντησε με απεργίες και διαδηλώσεις. Αυτό σήμαινε ότι ο «συμβιβασμός» ανάμεσα στους μενσεβίκους και τους μπολσεβίκους οδηγούνταν σΆ ένα τέλος. Αυτός ήταν ο στόχος της Συνδιάσκεψης της Πράγας το Γενάρη του 1912.

Στη Συνδιάσκεψη της Πράγας, ο Λένιν έθεσε την υποψηφιότητα του Στάλιν για την Κεντρική Επιτροπή, αλλά δεν εκλέχτηκε. Εκλέχτηκαν οι Λένιν, Ζινόβιεφ, Ορτζονικίτζε και ο προβοκάτορας της Οχράνα Μαλινόβσκι. Έτσι, ο Στάλιν προσλήφθηκε λίγο αργότερα με κοπτάτσια στην Κεντρική Επιτροπή. Ταυτόχρονα, φτιάχτηκε ένα Γραφείο για να κατευθύνει τη δουλειά του Κόμματος στο εσωτερικό. Συμμετέχουν: Ορτζονικίτζε, Σπανταριάν, Στάλιν και Γκολοσέκιν. Στο τέλος του Φλεβάρη ο Στάλιν δραπετεύει από την εξορία και φεύγει για την Πετρούπολη όπου θα πάρει μέρος στις προετοιμασίες για την έκδοση της «Πράβντα». Αλλά την ημέρα της έκδοσης του πρώτου φύλλου της (22/4/12), ο Στάλιν συλλαμβάνεται και εξορίζεται ξανά στη Σιβηρία, απΆ όπου δραπετεύει ξανά ύστερα από λίγους μήνες.

Προσπαθώντας να αποφύγει τη διαχωριστική γραμμή που τραβούσε ο Λένιν ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τους Μενσεβίκους, ο Στάλιν κρατούσε μια συμφιλιωτική πολιτική γραμμή στην «Πράβντα». Αυτό ανάγκασε τον Λένιν, στα τέλη του Δεκέμβρη 1912, να καλέσει τους Κεντρικούς Επιτρόπους και τους έξι μπολσεβίκους βουλευτές σε μια συνάντηση στην Κρακοβία και ταυτόχρονα να στείλει τον Σβερντλόφ στην πρωτεύουσα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την πολιτική ευθύνη της «Πράβντα».

Με την επιστροφή του στην Πετρούπολη, στα τέλη του Φλεβάρη 1913, ο Στάλιν προδίδεται από τον βουλευτή του Κόμματος, τον προβοκάτορα Μαλινόβσκι. Συλλαμβάνεται από την Οχράνα και μένει στην εξορία μέχρι το 1917.

Με την επανάσταση του Φλεβάρη, ο Στάλιν επιστρέφει στην Πετρούπολη (12/3/17) και μαζί με τον Κάμενεφ και τον Μουράνοφ παραμερίζουν το «αριστερό» γραφείο των Μπολσεβίκων, που αποτελούνταν από τον Σλιάπνικοφ, τον Ζαλούτσκι και τον φοιτητή Μολότοφ, και, ταυτόχρονα, αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της εφημερίδας. Στη βάση μιας σοσιαλπατριωτικής πολιτικής, υποστηρίζουν ανοιχτά την προσωρινή κυβέρνηση και τη συνέχιση του πολέμου και προτείνουν την ένωση με το κόμμα του Τσερετέλι.

Αποκλεισμένος στην Ελβετία ο Λένιν διαμαρτύρεται γιΆ αυτή την πολιτική. Ακόμα και στο τελευταίο, «αποχαιρετιστήριο» γράμμα του, προς του Ελβετούς εργάτες, γράφει:

«Το σύνθημά μας είναι: καμιά υποστήριξη στην κυβέρνηση Γκουτσκόφ-Μιλιουκόφ!... Μόνο ο εξοπλισμός και η οργάνωση του προλεταριάτου είναι σε θέση να εμποδίσουν τους Γκουτσκόφ και Σία να παλινορθώσουν τη μοναρχία στην Ρωσία. Μόνο το επαναστατικό προλεταριάτο της Ρωσίας και όλης της Ευρώπης, που παραμένει πιστό στο διεθνισμό, είναι ικανό να απαλλάξει την ανθρωπότητα από τη φρίκη του ιμπεριαλιστικού πολέμου», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 31, σελ. 90).

Μόνο με την επιστροφή του Λένιν (3/4/17) και με τις Θέσεις του Απρίλη επανεξοπλίζεται το Κόμμα ενάντια στους συμφιλιωτές –ο Λένιν θα τους πει κατάμουτρα ότι η πολιτική τους «είναι προδοσία του σοσιαλισμού» κι ότι είναι αποφασισμένος «να μείνει μόνος, σαν τον Λίμπκνεχτ», ενάντια στους «αμυνίτες». Στη βάση αυτής της σύγκρουσης ο Λένιν μπόρεσε να επαναφέρει το Κόμμα στον επαναστατικό δρόμο. Μέσα από ένα παρατεταμένο διάλειμμα σιωπής και αφάνειας, ο Στάλιν διαχώρισε τη θέση του από τους πρώην αμυνίτες συμμάχους του, που σΆ ολόκληρο το Κόμμα περιορίστηκαν με την πάλη του Λένιν σε μια ασήμαντη μειοψηφία. Έτσι μπόρεσε να διατηρήσει το πόστο του σαν εκδότης της «Πράβντα», κάτω από την προστατευτική σκιά του ίδιου του Λένιν. Την ίδια στιγμή, η Συνδιάσκεψη του Απρίλη εξέλεξε νέα ηγεσία και είναι τότε που ο Στάλιν εκλέχτηκε για πρώτη φορά μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος.

ΣΆ όλο αυτό το διάστημα, η διεύθυνση της οργανωτικής δουλειάς είναι συγκεντρωμένη στα χέρια του Σβερντλόφ –που, χωρίς να έχει κάποιον ιδιαίτερο τίτλο, σαν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, είναι ο ντε φάκτο γενικός γραμματέας του Μπολσεβίκικου Κόμματος και σαν βοηθός του στα οργανωτικά ζητήματα εμφανίζεται συνήθως ο Στάλιν.

Αν εξαιρέσουμε την περίοδο του Έκτου (Ενωτικού) Συνεδρίου (που στα τέλη του Ιούλη ένωσε τους οπαδούς του Τρότσκι με τους Μπολσεβίκους), στο οποίο ηγήθηκαν οι Σβερντλόφ, Μπουχάριν, Στάλιν, Ορτζονικίτζε κλπ., λόγω της παρανομίας ή της φυλάκισης των κύριων ηγετών του Κόμματος, ο Στάλιν μένει όλο αυτό το διάστημα στην αφάνεια. Δεν υπάρχει ούτε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της Οκτωβριανής Επανάστασης. Οι κατοπινοί επίσημοι βιογράφοι του θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση μια και δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν ούτε ένα ντοκουμέντο, ούτε ένα στοιχείο που να πιστοποιεί τη συμμετοχή του στην εξέγερση. Κι όπως γράφει ο Ντόιτσερ στη βιογραφία του, δεν πήρε μέρος ούτε καν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που συνήρθε πρωί πρωί την ημέρα της εξέγερσης.

Ο Στάλιν ήταν και παράμεινε ο άνθρωπος του μηχανισμού και των παρασκηνίων. Έκφραζε πάντα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί στη δική του βιογραφία για τον Στάλιν ο Λεόν Τρότσκι, «τη συντηρητική τάση του μηχανισμού, όχι τη δυναμική ισχύ των μαζών».

Η κατοπινή προσπάθεια των σταλινικών πλαστογράφων να πιαστούν από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της 16 του Οκτώβρη που δημιούργησε ένα όργανο για την «καθοδήγηση της εξέγερσης» στο οποίο συμμετείχαν τα μέλη της ΚΕ: Α.Μπουμπνόφ, Φ.Τζερζίνσκι, Γ.Σβερντλόφ, Ι.Στάλιν και Μ.Ουρίτσκι (δες «¶παντα», τόμ. 34, σελ. 504, υποσημείωση 124) τινάζεται στον αέρα από την ίδια την απόφαση της ΚΕ που ρητά δηλώνει ότι το όργανο αυτό, το «Στρατιωτικό-επαναστατικό κέντρο ανήκει στην Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή των Σοβιέτ», την ηγεσία, δηλαδή που κατεύθυνε την εξέγερση και που αποτελούνταν από τους: Τρότσκι (πρόεδρο), Αντόνοφ-Οβσέγενκο, Λάσεβιτς, Μεχονόσιν, Ποντβόισκι και Σαντόβσκι. Αυτοί ήταν οι ηγέτες του επαναστατικού πραξικοπήματος.

Παρά την απόφαση της ΚΕ, το Στρατιωτικό-επαναστατικό κέντρο δεν λειτούργησε ποτέ σαν όργανο: δεν συνήρθε ούτε μια φορά, δεν πήρε ούτε μια απόφαση. Με δυο λόγια η απόφαση της ΚΕ, όπως πολλές άλλες αποφάσεις της, έμεινε στα χαρτιά. Την πρωτοβουλία την είχαν πάντα τα Σοβιέτ και η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή που χρησιμοποίησε όλα σχεδόν τα μέλη του λεγόμενου «κέντρου» στη σκληρή πάλη της να ανατρέψει την κυβέρνηση και να πάρει την εξουσία –ο Τζερζίνσκι στάλθηκε αντιπρόσωπος στους ταχυδρομικούς και τηλεγραφητές, ο Μπουμπνόφ στους σιδηροδρομικούς και στο Σβερντλόφ ανατέθηκε να παρακολουθεί τις κινήσεις της κυβέρνησης Κερένσκι. Ο Στάλιν δεν αναφέρεται πουθενά!

Στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση ο Στάλιν ανέλαβε το Επιτροπάτο του Λαού για τις Εθνότητες. Ωστόσο, στην Ολομέλεια του Απρίλη 1922, με πρόταση του Ζινόβιεφ, ο Στάλιν προωθείται στη γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Ζινόβιεφ μαζί με τον Κάμενεφ, τον Μπουχάριν και τον Ρίκοφ ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν αντίβαρο ενάντια στον Τρότσκι. Ο Λένιν, από τη μεριά του, που εκτιμούσε τις πρακτικές οργανωτικές του ικανότητες, τον προώθησε, αν και ήταν επιφυλακτικός απέναντι «σΆ αυτόν το μάγειρα», όπως έλεγε.

¶λλωστε γραμματέας της ΚΕ δεν σήμαινε πολλά πράγματα εκείνη την περίοδο. ΣΆ αυτό το πόστο είχαν εκλεγεί, κατά καιρούς, ατομικά ή συλλογικά, πολλά άλλα στελέχη του Κόμματος: Σβερντλόφ, Κρεστίνσκι, Σερεμπριάκοφ, Πρεομπραζένσκι κλπ. Εδώ όμως η κατάσταση διαφέρει: ο Στάλιν από καιρό έχει αρχίσει να οργανώνει τον ιδιαίτερο γραφειοκρατικό του μηχανισμό –το μηχανισμό των κομισαρίων.

Ο Λένιν λόγω της αρρώστιας του απόσχε από τη δουλειά του Κόμματος από το Μάη του 1922. Κι όταν επιστρέφει στην εργασία του τρομάζει μπροστά στη γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και του Κόμματος. Διαπιστώνει ότι «από τότε που ο Στάλιν έγινε γενικός γραμματέας του Κόμματος, συγκέντρωσε στα χέρια του μια τεράστια δύναμη και δεν είμαι βέβαιος πως κατορθώνει πάντοτε να την χρησιμοποιεί με αρκετή φρόνηση», όπως χαρακτηριστικά θα γράψει στη «Διαθήκη» του το Δεκέμβρη του 1922. Και λίγες μέρες αργότερα θα προτείνει την απομάκρυνσή του από το κομματικό αυτό πόστο και να οριστεί σΆ αυτό ένας άλλος σύντροφος που «να είναι πιο υπομονετικός, πιο ειλικρινής, πιο ευγενικός και πιο καλοπροαίρετος απέναντι στους συντρόφους...». Η κατάσταση έχει τόσο προχωρήσει που ο Λένιν αναγκάζεται ύστερα από λίγο να κόψει κάθε συντροφική σχέση με τον Στάλιν.

Ο Λένιν πεθαίνει το Γενάρη του 1924 και ο Στάλιν κρύβει ουσιαστικά τη «Διαθήκη» του από το Κόμμα –για πρώτη φορά θα δημοσιευτεί στις 30/6/1956 (!!!) στο σοβιετικό περιοδικό «Κόμουνιστ», ύστερα δηλαδή από 33 χρόνια, αν και η Αντιπολίτευση την έχει κυκλοφορήσει παράνομα στην ΕΣΣΔ και την έχει εκδώσει από το 1926 στη Δύση. Με ευθύνη των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, ο Στάλιν κρατήθηκε στο πόστο του για να συνεχίσει το αντεπαναστατικό του έργο. Η κατάσταση όμως έχει αλλάξει. Με την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1923, ένα κύμα σταθεροποίησης αρχίζει να κυριαρχεί σΆ όλη την Ευρώπη, ενώ το Κόμμα κατακλύζεται από στοιχεία κάθε είδους. Παρά τα μέτρα του Δεκάτου Συνεδρίου, το 97% των μελών έχουν μπει στο Κόμμα μετά τη νίκη του Οκτώβρη. Και «ο Στάλιν έγινε αναγκαίος όταν άρχισε να ξετυλίγεται από την ανάποδη το φιλμ του Οκτώβρη», (Λ. Τρότσκι: Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν, τόμ. 2ος, σελ. 166).

Η «θεωρία» του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» διακηρύσσεται από τον Στάλιν, το 1924, ενάντια στη θεωρία της Διαρκούς και της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Έτσι αρχίζει ο αιώνας της σταλινικής δικτατορίας, της πλαστογραφίας και της διαφθοράς που θα καταλήξει τελικά στην καταστροφή των κατακτήσεων του Οκτώβρη. Κι όχι μόνο αυτό: όπως θα γράψει ο Λεόν Τρότσκι λίγο πριν δολοφονηθεί, ο Στάλιν εκπόρνευσε το Μαρξισμό. Δεν άφησε ούτε μια αρχή άθικτη. Ούτε μια ιδέα που να μην την βρομίσει. Οι ίδιες οι λέξεις σοσιαλισμός και κομμουνισμός δυσφημίστηκαν. Ταυτόχρονα, ο Στάλιν έγινε ο δήμιος του Μπολσεβικισμού... Αλλά «η ιστορία δεν θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που προσφέρθηκε στον καινούριο Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου. Το ηθικό μας αίσθημα βρίσκει τη βαθύτερη ικανοποίησή του στην ακλόνητη πεποίθηση πως η ιστορική τιμωρία θα είναι ανάλογη με το έγκλημα. Η επανάσταση θΆ ανοίξει όλα τα μυστικά συρτάρια, θΆ αναθεωρήσει όλες τις δίκες, θα αποκαταστήσει τους συκοφαντημένους, θα στήσει μνημεία στα θύματα, θα ρίξει αιώνιο ανάθεμα στους δήμιους. Ο Στάλιν θα εξαφανιστεί από τη σκηνή κάτω από το βάρος των εγκλημάτων του, σαν ο νεκροθάφτης της επανάστασης και η πιο απαίσια μορφή της Ιστορίας», (Λεόν Τρότσκι: Τα Εγκλήματα του Στάλιν, σελ. 311, Εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ»). –Σελ. 31, 33, 36, 42-43, 45, 47, 58-59, 66.

Στρούβε, Πέτερ (1870-1944). Ιδρυτικό μέλος της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας. «Νόμιμος μαρξιστής» και φιλελεύθερος μέχρι το 1905, προσχώρησε μετά στο κόμμα των καντέτων και τελικά έγινε υπουργός της αντεπαναστατικής λευκοφρουρήτικης κυβέρνησης του Βράγκελ στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.

Οι «νόμιμοι μαρξιστές», (νεοκαντιανοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές), εμφανίστηκαν στη Ρωσία στη δεκαετία του 1890 σαν αστικοφιλελεύθερο πολιτικό ρεύμα με επικεφαλής τον ίδιο τον Στρούβε, σε μια προσπάθεια να προσαρμόσουν το μαρξισμό και γενικά το εργατικό κίνημα στις απαιτήσεις και τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης. Εχθρός της σοβιετικής εξουσίας, ο «μεγάλος αυτός μαέστρος της αποστασίας», όπως τον χαρακτήριζε ο Λένιν («¶παντα», τόμ. 1ος, σελ. 636), κατέφυγε, μετά την ήττα της αντεπανάστασης, στη Δύση. –Σελ. 23, 64-65.

Τέλος, Γουλιέλμος. Μυθικός ήρωας του αγώνα του ελβετικού λαού για την ανεξαρτησία του, κατά τον 14ο αιώνα, ενάντια στη δυναστεία των Αψβούργων. Ο Τέλος αρνήθηκε να χαιρετήσει το στέμμα του Γκέσλερ, δικαστικού εκπρόσωπου του αυστριακού αυτοκράτορα Αλβέρτου Α΄, κι ο Γκέσλερ τον συνέλαβε και του επέβαλε την ποινή να σκοπεύσει με το τόξο του ένα μήλο που το είχε τοποθετήσει στο κεφάλι του μικρού του γιου.

Ο Τέλος, δεινός τοξότης, βγήκε νικητής από τη δοκιμασία, αλλά ύστερα από λίγο σκότωσε σε ενέδρα τον Γκέσλερ με το τόξο του –αυτό ήταν και το σύνθημα για την εξέγερση του ελβετικού λαού ενάντια στους δυνάστες του. –Σελ. 55.

Τολστόι, Λεόν (1828-1910). Μεγάλος ρώσος μυθιστοριογράφος και στοχαστής, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του ρεαλισμού στον κόσμο. ¶φησε δεκάδες έργα που έχουν καταλάβει τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια λογοτεχνία. Όλα σχεδόν τα έργα του έχουν μεταφραστεί σΆ όλες τις γλώσσες του κόσμου, όπως και στα ελληνικά: Πόλεμος και Ειρήνη, ¶ννα Καρένινα, Αφέντης και Δούλος, Ανάσταση (για το έργο του αυτό τον αφόρισε το 1901 η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία), Οι Κοζάκοι, Ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς> κλπ., κλπ. –Σελ. 45.

Τορέζ, Μορίς (1900-1964). Ο κύριος ηγέτης –Γενικός Γραμματέας– του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας από το 1931 μέχρι το θάνατό του. ΣΆ όλη του τη ζωή υπήρξε, πολιτικά και ιδεολογικά, πιστός υπηρέτης της σταλινικής γραφειοκρατίας και του καπιταλισμού.

Μετά τον πόλεμο μόνο ο Τορέζ (και το ΚΚΓαλλίας) μπορούσε να αφοπλίσει και να διαλύσει τους αντάρτες –τις ένοπλες πολιτοφυλακές (Μακί) που είχαν οργανωθεί και διοικούσε ο Τιγιό στη διάρκεια της Κατοχής– και να τις υποτάξει στα συμφέροντα της γαλλικής μπουρζουαζίας.

Με τον προδοτικό ρόλο του το 1936-38 (Λαϊκό Μέτωπο) ο Τορέζ είχε κατακτήσει τον τιτλο του πρώτου απεργοσπάστη στη Γαλλία. Διεκδικούσε τον ίδιο ακριβώς τίτλο κι αμέσως μετά τον πόλεμο: καθώς οι καπιταλιστές δεν είναι ικανοποιημένοι από την εξόρυξη του κάρβουνου, ο Μ.Τορέζ συγκεντρώνει 1500 συνδικαλιστικά στελέχη στο Βαζιέ και τα κατσαδιάζει μπροστά στους έκπληκτους διευθυντές των ορυχείων: «...Κάνετε στάση εργασίας για ένα ναι ή ένα όχι. Κάνετε απεργίες γιατί σε κάποιον αντιπρόσωπο δεν αρέσει η μύτη ενός υπεύθυνου. Σας λέω ότι αυτό είναι σκάνδαλο και ντροπή... Από τη θέλησή τους στην παραγωγή θα κρίνουμε τα στελέχη μας...», (Ρεϊμόν Καρτιέ: Παγκόσμιος Μεταπολεμική Ιστορία, τόμ. 1ος, σελ. 36). Έτσι, δεν είναι χωρίς λόγο που ο Ντε Γκολ του εμπιστεύτηκε τα πιο κρίσιμα υπουργεία –Οικονομίας, Βιομηχανικής Παραγωγής, Εξοπλισμού, Εργασίας, Αεροπορίας– στην αμέσως μετά τον πόλεμο προσωρινή κυβέρνησή του!

Λίγο πιο κάτω ο αστός ιστορικός θα σχολιάσει: «Η Γαλλία... ζει σΆ ένα καθεστώς επαναστάσεως με αναστολή... Καταντά να θεωρεί κανείς ευτυχή την παρουσία των κομμουνιστών στην κυβέρνηση: πειθαρχημένοι και υποταγμένοι πάντοτε στη σταλινική απόφαση για την αποφυγή κάθε επικίνδυνης διεθνούς περιπλοκής, είναι λιγότερο επιρρεπείς από τους άλλους στα ολισθήματα...», (όπ.π., τόμ. 2ος, σελ. 39-40).

Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, η εργατική τάξη και γενικά οι καταπιεζόμενες μάζες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, όπως και σΆ όλη την Ευρώπη, ακολουθούν το ΚΚ. Αλλά ο Τορέζ αντί να κινητοποιήσει την εργατική τάξη με προοπτική την εξουσία, μπήκε στην προσωρινή κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του στρατηγού Ντε Γκολ. Την ίδια στιγμή κι αυτός και το Κόμμα του ψήφιζαν να σταλθούν δυνάμεις ενάντια στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Ινδοκίνας. Ενώ το Μάη του 1945 για να τρομοκρατήσουν τον αλγερίνικο λαό που ζητούσε ανεξαρτησία μια και πήρε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό των «συμμάχων», ρήμαξαν με τα αεροπλάνα και τα κανόνια των θωρηκτών τους την Καμπιλία.

Ύστερα από έναν διήμερο βομβαρδισμό, στην περιοχή της Κωνσταντίνης επιτίθεται η Λεγεώνα των Ξένων που δολοφονεί όποιον βρίσκει στο δρόμο της, ανεξάρτητα από ηλικία και φύλο. Ο απολογισμός των αλγερινών είναι 45.000 νεκροί και δεκάδες χιλιάδες τραυματίες. Υπουργός Αεροπορίας είναι ο Σαρλ Τιγιό, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΓαλλίας.

Οι εκλογές του Οκτώβρη 1945 έδειξαν ότι το ΚΚΓαλλίας είναι το πρώτο κόμμα στη γαλλική πολιτική σκηνή (160 βουλευτές και 142 οι Σοσιαλιστές σε μια Εθνοσυνέλευση 586 αντιπροσώπων, κι εδώ περιλαμβάνονται και οι 65 αντιπρόσωποι των αποικιών που όλοι τους είναι αριστεροί και περιμένουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι Σοσιαλιστές θα πάρουν την εξουσία και θα τους παραχωρήσουν την ανεξαρτησία τους).

Αλλά ο Τορέζ παλεύει να σώσει την πατρίδα, δηλαδή την μπουρζουαζία, από την κρίση και την καταστροφή. Η κατάσταση είναι απελπιστική –παντού ερείπια, πείνα, κρύο και δυστυχία. Σε όλη την Ευρώπη! «Η Ιταλία, θα γράψει ο Ρεϊμόν Καρτιέ, κατεβάζει τη μερίδα του ψωμιού από 225 γραμμάρια στα 150... Στην Αυστρία πεινούν και οι Υπουργοί... Το Βέλγιο ελαττώνει τη μερίδα του ψωμιού του και η Αγγλία, που είχε κατορθώσει να το αποφύγει κατά τον πόλεμο, εγκαινιάζει το δελτίο διανομής», (όπ.π., σελ. 36-38). Στη Γαλλία η μερίδα του ψωμιού είναι μέχρι και τον Ιούνη του 1948 200 γραμμάρια κατΆ άτομο την ημέρα!

Αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια πρωτοφανή πολιτική αστάθεια. Το Γενάρη του 1946 παραιτείται και αποχωρεί ο Ντε Γκολ. Γίνονται ξανά εκλογές τον Ιούνη. Η κρίση, όμως, συνεχίζεται. Το Νοέμβρη πάλι εκλογές. Το ΚΚ ανεβαίνει στους 169 βουλευτές ενώ οι σοσιαλιστές κατρακυλούν στους 101. Παρά τη βοήθεια του ΚΚ και των Σοσιαλιστών δεν μπορούν να σταθεροποιήσουν μια κυβέρνηση. Η κρίση είναι έκδηλη παντού και καταστρέφει τα πάντα. Ο Τορέζ καταφεύγει τελικά στο Λαϊκό Μέτωπο, παραχωρώντας την πρωθυπουργία στον Μπλουμ. Τον ψηφίζουν όλοι: η Εθνοσυνέλευση του δίνει 575 ψήφους! «Μια άρρωστη Γαλλία χρειάζεται έναν άρρωστο αρχηγό»!, θα σχολιάσει αποκαρδιωμένος ο Ρεϊμόν Καρτιέ. Ο Μπλουμ σε δυο μήνες παραιτείται.

Με την στήριξη του ΚΚ αναλαμβάνει ο Ραμαντιέ, ένας σοσιαλιστής που διαθέτει και δάφνες αντιστασιακού! Το ΚΚ έχει πάντα τους 5 υπουργούς του –ο Φρανσουά Μπιγιού, μέλος του ΠΓ, αναλαμβάνει τώρα υπουργός ¶μυνας, αναλαμβάνει δηλαδή την ευθύνη για τα εγκλήματα του γαλλικού ιμπεριαλισμού: Στην Ινδοκίνα μαίνονται οι μάχες με δεκάδες χιλιάδες δολοφονημένους αποικιακούς σκλάβους... Στις 28-29 του Μάρτη 1947 ξεσπούν επαναστατικά γεγονότα στη Μαδαγασκάρη κι ο στρατός του Μπιγιού αναλαμβάνει να προστατεύσει τους γάλλους αποίκους από τους ντόπιους εχθρούς τους... Μόνο στην περιοχή της Μαραμάγκα οι εξεγερμένοι είχαν 80.000 θύματα... Στην Καζαμπλάνκα απεργούν οι λιμενεργάτες κι ο γαλλικός στρατός σπάζει την απεργία δολοφονώντας στις 7 του Απρίλη πάνω από 100 εργαζόμενους... Με δυο λόγια επαναστατικός αναβρασμός υπάρχει σΆ όλες τις γαλλικές αποικίες, αλλά την ευθύνη για την υποταγή, την ευθύνη για τα εγκλήματα όπως και για τα αντιλαϊκά μέτρα των γάλλων καπιταλιστών την αναλαμβάνει ο Τορέζ και το ΚΚΓαλλίας που διαχειρίζονται τα υπουργεία ¶μυνας, Οικονομικών, Εργασίας, Βιομηχανίας κλπ.

Στην ίδια τη Γαλλία τα μέτρα λιτότητας είναι αβάσταχτα: μεγάλες απεργίες αρχίζουν να ξεσπούν σΆ όλη τη χώρα ενάντια στο πάγωμα των μισθών σε μια εποχή που ο πληθωρισμός καλπάζει. Οι εργάτες απεργούν ενάντια στους υπουργούς του ΚΚ. Στα εργοστάσια της Ρενό στη Βουλώνη-Μπιγιανκούρ ξεσπάει στις 25 του Απρίλη 1947 μια απεργία 20.000 εργατών. Οι απεργοί παίρνουν στο κυνήγι, με σφυρίγματα και αποδοκιμασίες, τον «κομμουνιστή» γραμματέα της Ομοσπονδίας Μετάλλου, Λα Ενάφ, που απαιτούσε να σπάσουν την απεργία και να ξαναγυρίσουν οι εργάτες στις δουλειές τους. Αυτό δείχνει ότι πλατιές μάζες εργαζομένων έχουν στραφεί ενάντια στο ΚΚ.

Στις 4 του Μάη 1947 ο Ραμαντιέ και η κυβέρνησή του, που έχουν κάπως σταθεροποιηθεί, δεν χρειάζονται άλλο τη βοήθεια του Τορέζ, παίρνουν έκτακτα μέτρα ασφαλείας, κινητοποιώντας το στρατό και την αστυνομία, και πετούν από την κυβέρνηση τους υπουργούς του ΚΚ. Το καθεστώς έχει σωθεί! Το έχει σώσει το Κ.Κ. και η ηγεσία του! Το ίδιο αυτό έργο παίζεται σΆ όλη την Ευρώπη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια –μόνο τα εθνικά χρώματα και τα ονόματα των ηθοποιών αλλάζουν. Έτσι σώθηκε ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός και φυσικά με το Σχέδιο Μάρσαλ και τα αμερικάνικα κεφάλαια που έτρεξαν αμέσως σε βοήθεια... –Σελ. 40.

Τουχατσέφσκι, Μικαέλ (1893-1937). Στρατάρχης και αντιπρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ. Στρατηγικό ταλέντο, που είχε κατακτήσει τον τίτλο του «μηχανοποιητή» του Κόκκινου Στρατού. Πρώτος αναπληρωτής του Λαϊκού Επιτρόπου της ¶μυνας και αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ, ο Τουχατσέφσκι συλλαμβάνεται και δικάζεται μαζί με άλλα επτά κορυφαία στελέχη του Κόκκινου Στρατού. Καταδικάζονται σε θάνατο και τουφεκίζονται σαν εγκληματίες.

Τα τελευταία χρόνια οι πραγματικοί ηγήτορες του Κόκκινου Στρατού ήταν ο Τουχατσέφσκι και ο Γκαμάρνικ, μέλος της ΚΕ του ΚΚΣΕ –που, αν δεν τον «αυτοκτόνησε» η Γκε Πε Ου, πρόλαβε να αυτοκτονήσει στις 31 του Μάη 1937.

Οι μαζικές εκκαθαρίσεις στο στρατό άρχισαν τον Ιούνη του 1937 και συνεχίστηκαν μέχρι την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου με θύματα δεκάδες χιλιάδες ηγέτες και στελέχη του Κόκκινου Στρατού. Οι Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, Ουμπόρεβιτς, Κάμενεφ, Κορκ, Γκαμάρνικ, Γιεγκόροφ, Καλατόφ, ¶ιντεμαν, Ανσλίχτ, Γκοριάνοφ, Ορλόφ, Γκρομόφ, Αλκνίς, Πριμακόφ, Φέλντμαν... και δεκάδες χιλιάδες άλλοι αξιωματούχοι, που όλοι τους είχαν διακριθεί και αναδειχθεί στην επανάσταση και στον εμφύλιο πόλεμο, στάλθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Να πως η ¶να Μιρκίνα περιγράφει στο «Ογκονιόκ» τις 23 του Απρίλη 1988 αυτά που της είπε ο Στρατάρχης Ζούκοφ το 1965, που είχε ετοιμάσει τη βαλίτσα του καθώς «περίμενε μέρα με τη μέρα να τον συλλάβουν»:

«Όταν γινόταν η επίθεση στη Μόσχα, 200-300 ανώτατοι αξιωματικοί παρέμεναν από το 1937 στα υπόγεια της Λουμπιάνκα. Κανέναν απΆ αυτούς δεν απελευθέρωσαν για την άμυνα –τους τουφέκισαν όλους. Τέτοιοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν!, τη στιγμή που στο μέτωπο κείνη την περίοδο, επικεφαλής ήταν λοχαγοί.

Ήταν ένα αίσχος ιδιαίτερα η περίπτωση του Τουχατσέφσκι, που ήταν ένα άτομο με τεράστιο στρατιωτικό ταλέντο. Ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, με πλατιά μόρφωση, δυνατός, ασχολούνταν με ζήλο με τον αθλητισμό, και πολύ όμορφος άνθρωπος»... «Εγώ (ο Ζούκοφ) δούλεψα μαζί του για δύο μήνες στην κατάρτιση του Εγχειριδίου του Ιππικού στην Επιθεώρηση του RΚΚΑ –ήταν ένας στρατιωτικός ηγέτης ικανός για πολύ πλατιά σκέψη, ικανός να βλέπει μακριά στο μέλλον. Ήδη στη δεκαετία του 1930 πρόβλεψε ότι το μέλλον ανήκει στα τανκς και τα αεροπλάνα και όχι στο ιππικό, όπως πίστευε τότε η πλειοψηφία. Κι ήταν αυτός ακριβώς που αποτέλεσε την πηγή της δημιουργίας της πυραυλικής τεχνολογίας μας».

Στην πάλη του να υπερασπίσει τα θύματα, ο Τρότσκι γράφει για τη δίκη Τουχατσέφσκι, Γιακίρ, Ουμπόρεβιτς κλπ., για τη δίκη των 8 ανώτατων ηγετών του Κόκκινου Στρατού:

«Ύστερα από τις δίκες Ζινόβιεφ-Κάμενεφ και Ράντεκ-Πιατάκοφ, η δίκη Τουχατσέφσκι-Γιακίρ επισφραγίζει την αρχή του τέλους της σταλινικής δικτατορίας... Αν ο Τουχατσέφσκι, νεαρός αξιωματικός του αυτοκρατορικού στρατού, είχε γίνει μπολσεβίκος, ο Γιακίρ, ο νεαρός φυματικός φοιτητής, είχε γίνει αρχηγός στον Κόκκινο Στρατό. Από τα πρώτα βήματά του ο Γιακίρ είχε φανερώσει φαντασία και πρωτοβουλία στρατηγού... Ο Γιακίρ είχε την ευκαιρία να αποδείξει την αφοσίωσή του στην επανάσταση και στο κόμμα με τρόπο πολύ πιο άμεσο απΆ ότι ο Τουχατσέφσκι... Η ανώτατη διοίκηση του στρατού αποκεφαλίστηκε με δεξιοτεχνία που αγγίζει τα όρια της τελειότητας!», (Λεόν Τρότσκι: Τα Εγκλήματα του Στάλιν, σελ. 286-287, εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ»).

Θα μπορούσε να πει κανείς, συμπεραίνει ο Τρότσκι, πως στον Κόκκινο Στρατό δεν απομένει πια ούτε ένας άνθρωπος που να μπορεί να συγκριθεί, από την άποψη του ταλέντου και των γνώσεων, με τους οκτώ αρχηγούς που ξαφνικά ανακηρύχτηκαν εγκληματίες και εκτελέστηκαν. –Σελ. 33.

Τράνμαελ, Μαρτίν (1879-1967). Ένας από τους συντηρητικούς ηγέτες του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος. Ο Τράνμαελ και το ΝΕΚ ανήκαν παλιότερα στην Κομμουνιστική Διεθνή κάτω από την ηγεσία του αριστερού σοσιαλιστή Κ. Γκρεπ. Όμως, το 1922, που ο ίδιος ο Τράνμαελ απόκτησε την πλειοψηφία του Κόμματος, αποφασίστηκε η αποχώρηση του ΝΕΚ από τη Κομμουνιστική Διεθνή (δες και τη σημείωση 9Β, Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα).

Από τότε ο Τράνμαελ είχε γνωριστεί με τον Τρότσκι και τον επισκέφθηκε, το 1935, στο Βέκσαλ –ένα χωριό κοντά στο Όσλο– όταν του είχε παραχωρήσει άσυλο η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Νορβηγίας. Παλιότερα ο Τράνμαελ είχε ζήσει στην Αμερική και ανήκε για ένα διάστημα στην Ένωση Βιομηχάνων Εργατών του Κόσμου (I.W.W.) και όπως λέει ο Τρότσκι είναι ένας «ανοιχτά ενάρετος πολίτης: δεν πίνει, δεν καπνίζει, αποφεύγει το κρέας και το χειμώνα κολυμπάει στα παγωμένα νερά» των νορβηγικών φιόρντ.

Ο «ενάρετος», λοιπόν, αυτός πολίτης πήρε τα πιο σκληρά μέτρα ενάντια στο φιλοξενού-μενό του μόλις η Γκε Πε Ου απείλησε να χτυπήσει στο πορτοφόλι τους νορβηγούς εφοπλιστές και ψαρέμπορους. «Τέσσερεις ολόκληρους μήνες, γράφει ο Τρότσκι, κείνοι οι υπουργοί, που σκορπούσαν άφθονα τα χαμόγελα της δημοκρατικής υποκρισίας, με κρατούσαν από το λαιμό για να μΆ εμποδίσουνε να διαμαρτυρηθώ ενάντια στο πιο μεγάλο έγκλημα που γνώρισε η Ιστορία», (Λ. Τρότσκι: Τα Εγκλήματα του Στάλιν, σελ. 33, Εκδόσεις «ΑΛΛΑΓΗ»). –Σελ. 52

Τρότσκι, Λεόν (Νταβίντοβιτς, 1879-1940). Επαναστάτης διεθνιστής. Πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης το 1905 και το 1917. Πρόεδρος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής οργάνωσε και οδήγησε σε νίκη την Εξέγερση του Οκτώβρη. Οργανωτής και Αρχηγός του Κόκκινου Στρατού διεξήγαγε νικηφόρα τον εμφύλιο πόλεμο κι απέκρουσε τους ιμπεριαλιστές εισβολείς. Στην πάλη ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία, ίδρυσε το 1923 την Αριστερή Αντιπολίτευση. Το 1938, ίδρυσε την Τέταρτη Διεθνή και διατύπωσε τα προγραμματικά ντοκουμέντα της. Με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης και την καταγραφή και θεωρητική επεξεργασία του γραφειοκρατικού εκφυλισμού του πρώτου εργατικού κράτους, ο Τρότσκι άφησε ένα σημαντικό έργο στο διεθνές εργατικό κίνημα. –Σελ. 31, 33, 36, 43, 58-59, 65-67.

Τσάμπερλεν, Νεβίλ (1869-1940). Λόρδος και ηγέτης των βρετανών Συντηρητικών. Βουλευτής από το 1918, πέρασε από πολλά υπουργεία: Ταχυδρομείων, Υγιεινής, Οικονομικών. Πρωθυπουργός και ηγέτης των τόριδων έγινε το 1937. Το 1938 υπόγραψε το Σύμφωνο του Μονάχου μαζί με τους Χίτλερ, Μουσολίνι και Νταλαντιέ. Το Μάη του 1940 μπήκε σαν υπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία ηγήθηκε ο Ουίστον Τσόρτσιλ. –Σελ. 70.

Φίσερ, Λουίς (1896-1970). Ανταποκριτής του «Έθνους» στη Μόσχα έγινε απολογητής των σταλινικών στις μεγάλες δίκες της δεκαετίας του Ά30. Μαζί με τον Ντιούραντι, ο Φίσερ ξεκίνησε ένα μεγάλο θόρυβο αποπροσανατολισμού, εκθειάζοντας «το πιο δημοκρατικό σύνταγμα του κόσμου» που ετοίμαζε η σταλινική γραφειοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι με το σύνταγμα αυτό ο Στάλιν ήθελε να καλύψει τις δίκες που σκηνοθετούσε εκείνη την περίοδο και τις αιματηρές εκκαθαρίσεις που θα ακολουθούσαν. –Σελ. 33.

Φορλάιντερ, Καρλ (1860-1919). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος που δοκίμασε να συνδυάσει το σοσιαλισμό με τον νεοκαντιανισμό. Μελετητής της ηθικής του Καντ και γνωστός σαν ο θεωρητικός του «ηθικού σοσιαλισμού», ο Φορλάιντερ πίστευε ότι ο σοσιαλισμός δεν έχει επιστημονικές βάσεις, αλλά ότι στηρίζεται σε ηθικά θεμέλια και θεωρούσε τον άνθρωπο ως αυτοσκοπό, όπως ακριβώς κάνει και ο Καντ στην ηθική του. –Σελ. 65.

Φρανκ, Βάλντο (1889-1967). Αμερικανός συγγραφέας, επικεφαλής της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων που επηρεαζόταν τότε από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΕΠΑ. –Σελ. 62.

Φράνκο, Μπααμόντε Φρανθίσκο (1892-1975). Δικτάτορας της Ισπανίας. Στρατοκράτης που συμμετείχε στους κατακτητικούς αποικιακούς πολέμους στην Αφρική από το 1912, στηριζόμενος στο πιο αντιδραστικό κατεστημένο της τότε Ευρώπης: στρατοκρατία-παπαδαριό-φεουδάρχες.

[Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του 1931 η Ισπανία είχε 16.926 αξιωματικούς –195 στρατηγούς– σΆ ένα στρατό 150.000 ατόμων. Είχε 20.000 μοναστήρια με 60.000 καλόγριες και καλόγερους, και 31.000 παπάδες που ήταν οι εμψυχωτές σε 5.000 φανατικές θρησκευτικές οργανώσεις που ήταν φυτεμένες σΆ όλη τη χώρα. Στον αγροτικό τομέα τα 98,06% των αγροτικών νοικοκυριών –οι φτωχοί χωρικοί με κλήρο από 1-10 εκτάρια– κατείχαν το 35,72% της γης, ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό, το 0,28% των νοικοκυριών –οι τσιφλικάδες με κλήρο από 100 εκτάρια και πάνω– κατείχαν το 43,72% της γης. Ένα ενδιάμεσο στρώμα που εκπροσωπούσε το 1,66% των νοικοκυριών κατείχε το υπόλοιπο 20,56% της γης].

Τέτοιες κι ακόμα χειρότερες ήταν οι συνθήκες όταν ο Φράνκο αναλαμβάνει, το 1920, υποδιοικητής, και λίγα χρόνια αργότερα διοικητής, της νεοσύστατης τότε Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων.

Αμέσως μετά (1925), ο Φράνκο ηγήθηκε στην άγρια καταστολή των επαναστατημένων φυλών του Ρίφ στο Μαρόκο, γεγονός που τον έδεσε ακόμα περισσότερο με τη Μοναρχία η οποία τον φόρτωσε με γαλόνια και δόξες.

Η ανατροπή της μοναρχίας το 1931 βρίσκει τον Φράνκο διοικητή στη Στρατιωτική Ακαδημία της Σαρακόσα. Από τότε αρχίζει να συνωμοτεί ενάντια στις δημοκρατικές κατακτήσεις του ισπανικού λαού. Χαρακτηρίζεται επικίνδυνος και στέλνεται ξανά στο Ισπανικό Μαρόκο –για να τον ανακαλέσουν το 1934 να καταστείλει την εξέγερση των μεταλλωρύχων της Αστουρίας και γενικά του εξεγερμένου ισπανικού προλεταριάτου.

Τις εκλογές του Φλεβάρη του 1936, που δίνουν τη νίκη στο Λαϊκό Μέτωπο, ο Φράνκο τις παρακολουθεί με ανησυχία από τα Κανάρια νησιά όπου βρίσκεται. Συνωμοτεί και προετοιμάζει ανοικτά τις δυνάμεις του, αλλά οι δημοκράτες δεν παίρνουν κανένα μέτρο εναντίον του. Ύστερα από πέντε ολόκληρους μήνες, τον Ιούλη του 1936, ο Φράνκο πηγαίνει στο Μαρόκο, θέτει υπό τον έλεγχό του τα αποικιακά στρατεύματα και καλεί τους καπιταλιστές και τους στρατοκράτες της Ισπανίας να στηρίξουν την ανταρσία του.

Στην επίθεσή του ενάντια στην Ισπανική Επανάσταση, ο Φράνκο στηρίχτηκε κυρίως στα πολεμοφόδια που του πρόσφεραν τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Από τη μεριά της, η σοβιετική γραφειοκρατία, υποβοηθούμενη από τον Μπλουμ και το Λαϊκό Μέτωπό του, είναι ενάντια σε κάθε «επέμβαση», είναι ενάντια, δηλαδή, σε κάθε βοήθεια προς το λαό της Ισπανίας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στην ισπανική μπουρζουαζία και το στρατηγό Φράνκο να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες.

Η κατάσταση όμως μέρα με τη μέρα ξεφεύγει από τα χέρια τους, μια και οι δυνάμεις της Ισπανικής Επανάστασης –σοσιαλιστές, αναρχικοί, Πουμιστές– είναι πέρα από τον έλεγχο του Κ.Κ.Ισπανίας και των πρακτόρων του Στάλιν.

Αυτό ανάγκασε τους γραφειοκράτες του Κρεμλίνου να επέμβουν με τις δικές τους δυνάμεις, ξεκινώντας το πιο άγριο δολοφονικό πογκρόμ ενάντια στους επαναστάτες τροτσκιστές και αναρχικούς πολιτικούς αντιπάλους τους –συμπληρώνοντας έτσι τις σφαγές της φασιστικής Φάλαγγας. Σε ένα εκατομμύριο υπολογίζονται τα θύματα του 3ετούς εμφυλίου πολέμου!

Με τη νίκη του το 1939, ο στρατηγός Φράνκο ανέλαβε όλες τις εξουσίες –ανακηρύχτηκε ισόβιος αρχηγός του ισπανικού κράτους, πρωθυπουργός και αρχιστράτηγος. Με τη διαθήκη του ο Φράνκο παλινόρθωσε τη Μοναρχία. –Σελ. 35, 40, 42, 52, 55, 57, 59, 61.

Χέγκελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ (1770-1831). Διακεκριμένος γερμανός φιλόσοφος, αντικειμενικός ιδεαλιστής που θεμελίωσε τη Διαλεκτική και τη Διαλεκτική Λογική. Η διαλεκτική λογική ως επιστημονική κοσμοθεωρία είναι η μέθοδος γνώσης του Χέγκελ (και του Μαρξισμού που αναποδογύρισε τον Χέγκελ και συνέλαβε την «αυτοσυνείδησή» του σαν την αντανάκλαση του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου στην ανθρώπινη σκέψη). Ο Χέγκελ δέχεται την ύπαρξη του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου –μόνο που ο κόσμος αυτός υπάρχει και εξελίσσεται σαν η αντανάκλαση της Καθαρής Ιδέας. Τα πράγματα, ο αντικειμενικός κόσμος γενικά, είναι για τον Χέγκελ, οι πραγματωμένες εικόνες της «Ιδέας».

Αναποδογυρίζοντας τον Χέγκελ, ο Έγκελς γράφει στη Διαλεκτική της Φύσης (σελ. 44, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», μετάφραση Ευτ. Μπιτσάκη): «Από την ιστορία συνεπώς της Φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας, συνάγονται οι νόμοι της διαλεκτικής. Γιατί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι πιο γενικοί νόμοι αυτών των δυο όψεων της ιστορικής ανάπτυξης, καθώς και της ίδιας της σκέψης». Και πράγματι, μπορούν ουσιαστικά να αναχθούν στους τρεις ακόλουθους νόμους: Το νόμο της ενότητας, της σύγκρουσης, της αλληλοδιείσδυσης και αλληλομετατροπής των αντιθέτων. Το νόμο της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα. Το νόμο της άρνησης της άρνησης. «Και οι τρεις (αυτοί) νόμοι αναπτύχθηκαν από τον Χέγκελ με τον ιδεαλιστικό του τρόπο, σαν απλοί νόμοι της νόησης... Το λάθος βρίσκεται στο ότι οι νόμοι αυτοί επιβάλλονται στη Φύση και στην Ιστορία σαν νόμοι της νόησης, αντί να συνάγονται απΆ αυτές» (όπ.π.).

Ως αντικειμενικός ιδεαλιστής, ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν τη διαλεκτική ανάπτυξη της Φύσης και της κοινωνίας σαν αντανάκλαση της διαλεκτικής ανάπτυξης της Απόλυτης Ιδέας που υπήρχε πριν από τον κόσμο και ανεξάρτητα απΆ αυτόν. Αλλά, όπως τονίζει ο Μαρξ: «Η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν τον εμπόδισε καθόλου να είναι ο πρώτος που εξέθεσε τη γενική μορφή της λειτουργίας της με περιεκτικό και συνειδητό τρόπο. Η διαλεκτική σΆ αυτόν στέκεται με το κεφάλι προς τα κάτω. Πρέπει να την αναποδογυρίσουμε για να μπορούμε να ανακαλύψουμε το λογικό πυρήνα κάτω από το μυστικιστικό περίβλημα», (όπ.π., σελ. 31).

Ο Λένιν με τη σειρά του προσπαθεί να διαβάσει τον Χέγκελ «υλιστικά». Κι επειδή ο Χέγκελ «είναι υλισμός που έχει στηθεί στο κεφάλι του», ο Λένιν «πετάει στην άκρη το θεό, το απόλυτο, την καθαρή ιδέα κλπ.», κι ακολουθώντας τους Μαρξ-Έγκελς στήνει το Χέγκελ και τη διαλεκτική στα υλιστικά τους πόδια: «Η γνώση είναι η αιώνια, η άπειρη προσέγγιση της νόησης προς το αντικείμενο. Την αντανάκλαση της Φύσης στη σκέψη του ανθρώπου πρέπει να την εννοούμε όχι “νεκρά”, όχι “αφηρημένα”, όχι χωρίς κίνηση, όχι χωρίς αντιφάσεις, αλλά μέσα από το αιώνιο προτσές της κίνησης, της εμφάνισης των αντιφάσεων και της λύσης τους... Η διαλεκτική των πραγμάτων δημιουργεί τη διαλεκτική των ιδεών και όχι το αντίθετο», (Ν. Λένιν: «¶παντα», τόμ. 29, σελ. 177-78).

«Στημένος στα πόδια του», ο Χέγκελ είναι υλισμός. Και είναι ο πρώτος που παρουσίασε τον κατακομματιασμένο μέχρι τότε κόσμο σΆ ένα και μόνο Όλο, σε ένα και μόνο προτσές: «Για πρώτη φορά, θα γράψει ο Έγκελς στο Αντιντίριγκ (σελ. 48), ολόκληρος ο κόσμος, ο φυσικός, ο ιστορικός, ο πνευματικός, παρουσιάζεται σαν ένα προτσές, δηλαδή σε μια συνεχή κίνηση, αλλαγή, μεταμόρφωση, ανάπτυξη. Και γίνεται προσπάθεια να ανιχνευτεί η εσωτερική σύνδεση που συνθέτει σΆ ένα συνεχές όλο κάθε κίνηση και ανάπτυξη».

Έτσι, το ίδιο το προτσές της πράξης της γνώσης, ενσωματώνει τρεις σημαντικές επιστήμες που διέπουν αυτό το Όλο: τη Διαλεκτική (την επιστήμη των νόμων της Φύσης και της κοινωνίας), τη Διαλεκτική Λογική (την επιστήμη των νόμων της σκέψης) και τη Θεωρία της Γνώσης του Ιστορικού Υλισμού (την επιστήμη της ανάπτυξης της γνώσης). Και οι τρεις αυτές επιστήμες συμπίπτουν σαν οι τρεις πλευρές του ίδιου αντικειμενικού γίγνεσθαι.

«Αποτελεί μεγάλη κατάκτηση, έλεγε ο Χέγκελ στις Διαλέξεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, το γεγονός ότι έχουμε αναγνωρίσει πως το Είναι και το μη-Είναι, είναι αφαιρέσεις χωρίς αλήθεια κι ότι η πρώτη αλήθεια είναι μόνο το Γίγνεσθαι. Η Κατανόηση τα χωρίζει σαν αληθινά που το καθένα αξίζει από μόνο του. Ο Λόγος, αντίθετα, αναγνωρίζει το ένα μέσα στο άλλο, αναγνωρίζει ότι μέσα στο Ένα περιέχεται το ¶λλο του (Ν.Β. “το ¶λλο του” –σημειώνει ο Λένιν), και έτσι το Όλο, το Απόλυτο πρέπει να προσδιοριστεί σαν Γίγνεσθαι», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 29, σελ. 234).

Δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι γίγνεσθαι και να μην περιέχει ταυτόχρονα το Είναι και το μη-Είναι. Το Είναι και το μη-Είναι αποτελούν δυο αντίθετα που κάνουν ένα αδιαχώριστο ζευγάρι. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει και να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης χωρίς το άλλο. Τίποτε δεν προέρχεται από το ένα ή από το άλλο ξεχωριστά, αλλά μόνο από την αντίθεσή τους. Το Είναι είναι ταυτόχρονα και μη-Είναι, περιέχει μέσα του το μη-Είναι –το αντίθετό του. Είναι και Είναι και μη-Είναι. Δυο αλληλοαποκλειόμενα αντίθετα ενωμένα στη σύγκρουσή τους με τέτοιο τρόπο ώστε το ένα να μη νοείται χωρίς το άλλο. Μετάβαση από το Είναι στο μη-Είναι = Εξαφάνιση. Μετάβαση από το μη-Είναι στο Είναι = Εμφάνιση. ΣΆ αυτή τη μετάβαση από το Είναι στο μη-Είναι, το Είναι δεν εξαερώνεται –προσδιορίζεται από το μη-Είναι. Αυτό το προσδιορισμένο Είναι ο Χέγκελ το ονομάζει Είναι-Εδώ. Το ξεπέρασμα στο γίγνεσθαι είναι μεταμόρφωση. Το ξεπέρασμα είναι ταυτόχρονα άρνηση και ολοκλήρωση. Το προσδιορισμένο Είναι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το μη-Είναι που είναι το άλλο Είναι. Αυτή η ακρίβεια που προσδίδει το μη-Είναι στο Είναι αποτελεί την ποιότητα.

Το Είναι αποτελείται από τρεις στιγμές: Ποιότητα-Ποσότητα-Μέτρο. Όμως, το αληθινό Είναι δεν είναι ούτε καθαρή ποιότητα, ούτε καθαρή ποσότητα, αλλά ποσοτική ποιότητα ή ποιοτική ποσότητα, δηλαδή μέτρο –ενότητα της ποιότητας και της ποσότητας. «Μια καθαρά ποσοτική αλλαγή μπορεί να μεταμορφωθεί σε ποιοτική αλλαγή», συμπεραίνει ο Χέγκελ, περιγράφοντας τα άλματα από τη μια ποιότητα στην άλλη, κι αυτό το συμπέρασμα ο Έγκελς θα το ονομάσει «Νόμο του Χέγκελ», (δες Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 49).

«Το γίγνεσθαι, επιμένει ο Χέγκελ, είναι ο τρόπος ύπαρξης τόσο του Είναι όσο και του μη-Είναι... Η μετάβαση είναι το ίδιο με το γίγνεσθαι».

Στη διάρκεια της μετάβασης και «πριν μεταμορφωθούν το ένα στο άλλο», τα αντίθετα γίνονται ταυτόσημα. Έτσι ο Λένιν, en lisant Hegel..., [καθώς διαβάζει («υλιστικά») τον Χέγκελ...], συμπεραίνει: «Διαλεκτική είναι η διδασκαλία που δείχνει το πως τα αντίθετα μπορεί να είναι και πως συμβαίνει να είναι (πως γίνονται) ταυτόσημα, μεταμορφωνόμενα το ένα στο άλλο –γιατί ο ανθρώπινος νους θα πρέπει να συλλαμβάνει αυτά τα αντίθετα, όχι σαν νεκρά, άκαμπτα, αλλά σαν ζωντανά, υπό όρους, κινούμενα, μεταμορφωνόμενα το ένα στο άλλο», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 29, σελ. 98).

Με τον ίδιο τρόπο, για τον Χέγκελ, το άπειρο ενυπάρχει στο πεπερασμένο. «Το άπειρο και το πεπερασμένο κάνουν ένα... Το αληθινό άπειρο είναι σύνθεση του άπειρου και του πεπερασμένου». «Το πεπερασμένο είναι άπειρο, το ένα είναι πολλά, το ατομικό είναι το καθο­λικό».

Το πέρασμα από το Είναι στην Ουσία (Wesen) «παρουσιάζεται μΆ έναν σκοτεινό τρόπο», γράφει ο Λένιν στη σελίδα 114 των Φιλοσοφικών Τετραδίων. Είναι ο «ελιγμός της σκέψης», απαντάει ο Χέγκελ, που μας επιτρέπει να συλλάβουμε όχι πια τα πράγματα μόνο, αλλά και τις σχέσεις. Αυτή η κίνηση εμφανίζεται σαν δραστηριότητα της γνώσης, εξωτερική προς το Είναι. Κατά βάθος, όμως, «αυτή η πορεία είναι ταυτόχρονα και πορεία του ίδιου του Είναι που εσωτερικεύεται εξαιτίας της ίδιας της φύσης του και μεταμορφώνεται σε ουσία».

«Η ουσία, γράφει ο Χέγκελ, βρίσκεται μεταξύ Είναι και Έννοιας· συνιστά τον μεσαίο όρο τους, και η κίνησή της τη μετάβαση από το Είναι στην Έννοια», [Επιστήμη της Λογικής (Η διδασκαλία της Ουσίας), σελ. 63, εκδόσεις Δωδώνη].

Ο νόμος της ταυτότητας (Α = Α) είναι για τον Χέγκελ μια «ανυπόφορη κενότητα». ΓιΆ αυτό, στην αφηρημένη ταυτότητα, ο Χέγκελ αντιτάσσει τη συγκεκριμένη ταυτότητα, που είναι η ενότητα της ταυτότητας και της διαφοράς. Στην άπειρη αυτοκίνησή της, η ύλη εμπεριέχει τη διαφορά και την αντίφαση, ή για να το πούμε αλλιώς, όπως δηλαδή το λέει ο Χέγκελ και ο Λένιν: «η κίνηση είναι η ίδια η υπάρχουσα Αντίφαση» –αντίφαση που οι ιδεαλιστές και οι εικονοπλάστες συνήθως την αφαιρούν από τα πράγματα ή την στριμώχνουν στην «υποκειμενική αντανάκλαση», θεωρώντας την σαν τυχαία, σαν ανωμαλία, «σαν ένα παροδικό οδυνηρό παροξυσμό» (Χέγκελ).

Η άπειρη αυτοκίνηση της ύλης είναι αντιφατική. ΓιΆ αυτό, στη μεταφυσική της ταυτότητας και της ακινησίας ο Χέγκελ αντιτάσσει μια δεύτερη αρχή: «Όλα τα πράγματα είναι αντιφατικά καθεαυτά» και παρά τη «θεμελιώδη προκατάληψη της μέχρι σήμερα υπάρχουσας λογικής και της κοινής φαντασίας», συνεχίζει ο Χέγκελ, χειροκροτούμενος από τον Λένιν, «η αντίφαση είναι η ρίζα κάθε κίνησης και ζωτικότητας και είναι μόνο στο βαθμό που περιέχει μια Αντίφαση, που οτιδήποτε κινείται και έχει ορμή και δραστηριότητα». Χωρίς τη διαλεκτική κατανόηση της αντίφασης, που, όπως ήδη έχουμε πει, είναι η ίδια η ύλη σε διαρκή κίνηση και αλλαγή, δεν μπορούμε να συλλάβουμε την Ουσία στις διάφορες στιγμές της ανάπτυξής της: Έκφανση, Εμφάνιση, Ενεργός Πραγματικότητα (Κινούμενη Πραγματικότητα).

Ο εξωτερικός αντικειμενικός κόσμος σε διαρκή κίνηση και αλλαγή, που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και τη σκέψη του, περιέχει την ταυτότητα των αλληλοσυνδεμένων αντικειμένων που μας παρέχουν την εμπειρικά δοσμένη μορφή της πηγής του αισθήματος. Καθώς αντανακλάται στη σκέψη μας, η ταυτότητα της πηγής του αισθήματος μετατρέπεται σε διαφορά της αισθητηριακής εικόνας. Στο διαλεκτικό αυτό προτσές η πρώτη άρνηση της ταυτότητας σε διαφορά (ποσότητας σε ποιότητα, αιτίας σε αποτέλεσμα, αναγκαιότητας σε τυχαίο) θέτει την αντίφαση της άπειρης κίνησής της στους περιορισμούς της πεπερασμένης διαφοράς, την ίδια στιγμή που έχουν τεθεί σε λειτουργία οι αντικειμενικοί νόμοι της Φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης. Κι αυτό δημιουργεί την ώθηση η απλή άρνηση να αρνηθεί τον εαυτό της (άρνηση της άρνησης) πίσω στην άπειρη εξωτερική πηγή του αισθήματος. Έτσι η πεπερασμένη ποιοτική απροσδιόριστη αρχή αλληλοδιεισδύει τώρα με το ποσοτικό της αντίθετο στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι το λογικό αλληλοδιεισδύει με το ιστορικό κι αυτό το διαλεκτικό προτσές συμπέφτει με το προτσές της ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης.

Με την πρώτη και τη δεύτερη άρνηση ολοκληρώνεται η λειτουργία των αντικειμενικών διαλεκτικών νόμων κι έτσι ο «τρίτος όρος» (που ο Λένιν τον περιγράφει ως «ενότητα αντιφάσεων») ωθεί στην ανάδυση της Έκφανσης (αντανάκλαση της Ουσίας στον εαυτό της) σαν «εντυπώσεις που αναβοσβήνουν». Είναι η πρώτη στιγμή της Ουσίας: 1) Το τίποτε, το μη υπάρχον που υπάρχει = η απροσδιόριστη αρχή = Μορφή. 2) Το Είναι σαν στιγμή –το Είναι αρνημένο σε μη-Είναι = Περιεχόμενο. Μέσα από την άρνηση της άρνησης «νέων περιεχομένων» συσσωρεύονται οι ιδιότητες του πράγματος, του φαινομένου κλπ., σΆ ένα «άθροισμα και ενότητα αντιθέτων» –όπου το περιεχόμενο είναι το άθροισμα των μερών, ενώ η μορφή είναι η ενότητα των αντιθέτων.

Συνεχίζοντας το αφαιρετικό αυτό προτσές περνάμε στην Εμφάνιση και την Ενεργό Πραγματικότητα –τις άλλες δυο στιγμές της Ουσίας– που στην ανάδυση και το ξεδίπλωμά τους κορυφώνουν την ανάπτυξη και την εγκαθίδρυση της Υπόστασης που, σαν έννοια, αρχίζει να αναδύεται από την πρώτη κιόλας στιγμή της ουσίας. Η Yπόσταση, σύμφωνα με τον σύντροφο Τζέρι Χίλι, «αντιπροσωπεύει την εσωτερική ενότητα της άπειρης κίνησης όλων των μορφών της ύλης» που είναι «ένα αντικειμενικό νομοτελειακό προτσές της Φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης».

Για τον Χέγκελ, η ελευθερία είναι «εγνωσμένη αναγκαιότητα». Όπως θα γράψει ο Έγκελς στο Αντιντίριγκ, «ο Χέγκελ ήταν ο πρώτος που τόνισε σωστά τη σχέση μεταξύ Ελευθερίας και Αναγκαιότητας. ΓιΆ αυτόν, ελευθερία είναι η κατανόηση της αναγκαιότητας. “Η αναγκαιότητα είναι τυφλή μόνο στο βαθμό που δεν κατανοείται”. Η ελευθερία δεν συνίσταται σε κάποια ονειρώδη ανεξαρτησία από τους φυσικούς νόμους, αλλά στη γνώση αυτών των νόμων...», (σελ. 171).

Ξεκινάμε πάντα από τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο –την άπειρη αυτή πηγή των αισθημάτων και της σκέψης μας που δίνει την ώθηση για την απλή άρνηση σε νοητική εικόνα του αισθήματος– και προχωράμε (ενάντια σε κάθε σκεπτικισμό) με αλλεπάλληλες αρνήσεις και αρνήσεις των αρνήσεων (μέσα-έξω), αφαιρώντας, διαμέσου του προτσές της πράξης της γνώσης, τις αλλαγές στον πραγματικό κόσμο και αναπτύσσοντας έτσι τη γνώση μας.

Μέσα από το πολλαπλό αυτό αφαιρετικό προτσές, με την ανάλυση και τη σύνθεση κάνουμε το άλμα προς την Αφηρημένη Έννοια, που το αντίθετό της στον πραγματικό κόσμο είναι η Θεωρητική Ιδέα, σαν η ενότητα του λογικού και του ιστορικού –ένα αντικειμενικό προτσές της ίδιας της πράξης.

Η Έννοια είναι η ενότητα του Είναι και της Ουσίας και σηματοδοτεί το τέλος της υποκειμενικής γνώσης. Στην κίνηση του αντικειμενικού κόσμου μπορούμε να μελετήσουμε την πραγματική κίνηση των εννοιών, «καθώς η γνώση κυλάει μπροστά από περιεχόμενο σε περιεχόμενο».

Οι έννοιες του ανθρώπου αντανακλούν λίγο πολύ πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα, που βρίσκεται σε αέναη κίνηση και αλλαγή. Για τον Χέγκελ, όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο –είναι η πραγματικότητα που αντανακλά πιστά τη διαλεκτική κίνηση των εννοιών. «Αν δεν κάνω λάθος, γράφει ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια, αναφερόμενος στις έννοιες και την πραγματικότητα του Χέγκελ, υπάρχει πολύς μυστικισμός, κενότητα και σχολαστικισμός στα συμπεράσματα του Χέγκελ, αλλά είναι μεγαλοφυής η βασική ιδέα του: η ιδέα της παγκόσμιας, ολόπλευρης, ζωντανής αλληλουχίας των πάντων και της αντανάκλασης αυτής της αλληλουχίας –με το υλιστικό αναποδογύρισμα του Χέγκελ– στις ανθρώπινες έννοιες που, κι αυτές, πρέπει να είναι εύκαμπτες, επεξεργασμένες, ευέλικτες, ευκίνητες, σχετικές, αμοιβαία συνδεμένες, ενωμένες σε αντίθετα, ώστε να αγκαλιάζουν τον κόσμο», (Λένιν: «¶παντα», τόμ. 29, σελ. 131).

Η ενότητα της έννοιας και της πραγματικότητας, είναι για τον Χέγκελ το κριτήριο της αλήθειας. Η Έννοια περιλαμβάνει τρεις στιγμές: την Υποκειμενικότητα, την Αντικειμενικότητα και την Ιδέα. Η «σκοπιμότητα», που εκφράζει την ενότητα του ανθρώπου με τη Φύση, είναι το πέρασμα του υποκείμενου στο αντικείμενο. Κι αυτό είναι το πιο υψηλό σημείο της λογικής της έννοιας, που είναι ακριβώς η ενότητα της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας: «η Ιδέα». Ταυτόχρονα, η γνώση και η δράση πάνε μαζί: δεν υπάρχει δράση χωρίς γνώση και γνώση χωρίς δράση. Μόνο στην πάλη σου να αλλάξεις τον κόσμο μπορείς να τον γνωρίσεις!

Σύμφωνα με τον Χέγκελ η παγκόσμια ιστορία είναι: «η εξωτερίκευση του πνεύματος μέσα στο χρόνο, με τον ίδιο τρόπο που η Ιδέα, σαν Φύση, εξωτερικεύεται μέσα στο χώρο», (Φιλοσοφία της Ιστορίας, τόμ. 1ος, σελ. 91, εκδ. Νεφέλη). Η ιστορία είναι το αποτέλεσμα της εργασίας των ανθρώπων, των ανθρώπων που αυτοδημιουργούνται με την εργασία τους, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Χέγκελ –εννοώντας πάντα την αφηρημένη νοητική εργασία. Έτσι ο άνθρωπος είναι αυτό που κάνει –η πράξη του.

Ας το επαναλάβουμε γιΆ άλλη μια φορά: ο Χέγκελ ήταν αντικειμενικός ιδεαλιστής. Για τον Χέγκελ, λοιπόν (που όπως τονίζει ο Λένιν, «διαισθάνθηκε με μεγαλοφυΐα τη διαλεκτική των πραγμάτων... στη διαλεκτική των εννοιών»), οι διαλεκτικές στιγμές, οι έννοιες και οι κατηγορίες δεν αντανακλούν την κίνηση του πραγματικού κόσμου, της Φύσης και της κοινωνίας, δεν έχουν για περιεχόμενό τους την καθολική κίνηση της ύλης –όλα, μαζί και οι αλληλοσυνδέσεις και οι μεταβάσεις και τα άλματα, υπάρχουν και εγκαθιδρύονται μόνο στη σκέψη του.

Η διαλεκτική, για τον Χέγκελ, είναι η αυτοεξέλιξη της Απόλυτης Ιδέας («η έννοια αυτομεταμορφώνεται σε πράγμα»). Έτσι, τις διαλεκτικές του στιγμές τις αναπτύσσει μέσα από την προαιώνια αυτοκίνηση της Ιδέας. Η αφηρημένη εικόνα της αυτοσυνείδησης αλλοτριώνεται και εξωτερικεύεται, (ξεπέφτει) στον πραγματικό κόσμο, στη Φύση (σαν αφαίρεση) και αντικειμενοποιείται. Στη συνέχεια άρει την αλλοτρίωσή της και επιστρέφει σΆ ένα ανώτερο επίπεδο. Στη διαδικασία της αποξένωσης, της αντικειμενοποίησης και της επιστροφής στην πηγή της, η εικόνα αλλάζει και εμπλουτίζεται. Τα κομβικά σημεία τού διαρκώς επαναλαμβανόμενου αυτού προτσές αντιπροσωπεύουν τις διαλεκτικές κατηγορίες που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και αλληλοδιαδοχή.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ολόκληρο το σύστημά του ο Χέγκελ το ανάπτυξε σαν απάντηση ενάντια στον ιδεαλισμό και τον αγνωστικισμό του Καντ. Το «πράγμα-καθεαυτό» και η γνώση του δεν είναι δυο κόσμοι χωριστοί –το «πράγμα-για-τον-εαυτό-του» και το «πράγμα-για-τους-άλλους», λέει ο Χέγκελ, απαντώντας στις ιδεαλιστικές αγνωστικιστικές διακηρύξεις του Καντ, αποτελούν δυο αντίθετα που κάνουν ένα, κι όπου κανένα από τα δυο δεν έχει πραγματικότητα και νόημα χωρίς το άλλο. «Κάθε μυστηριώδης, σοφιστική και πονηρή διάκριση ανάμεσα στο φαινόμενο και στο πράγμα-καθεαυτό, θα προσθέσει ο Λένιν, είναι μια καθαρή φιλοσοφική ανοησία», («¶παντα», τόμ. 18, σελ. 122-123). Το πράγμα-καθεαυτό, επιμένει ο Λένιν, μετατρέπεται σε φαινόμενο κι «αυτή ακριβώς η μετατροπή είναι η γνώση» (όπ.π.).

Σαν κορυφαίος διανοητής, ο Χέγκελ άφησε ένα πλούσιο έργο: Φαινομενολογία του Πνεύματος (1807), Επιστήμη της Λογικής (1812-16), Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφικών Επιστημών (1817). Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας του Δικαίου (1821). Την ίδια περίοδο κάνει τις Διαλέξεις της Φιλοσοφίας της Ιστορίας και τις Διαλέξεις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας και γράφει την Αισθητική και τη Φιλοσοφία της Θρησκείας. Τα «¶παντα» του Χέγκελ εκδόθηκαν μετά το θάνατό του και κάλυψαν συνολικά 26 τόμους. –Σελ. 23.

Χίτλερ, ¶ντολφ (1889-1945). Ηγέτης του Εθνικοσοσιαλισμού, που εγκαθίδρυσε, το 1933, το φασισμό στη Γερμανία, τσακίζοντας την εργατική τάξη και προετοιμάζοντας τους όρους για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηγετικό στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος από το 1919, ο Χίτλερ γίνεται αρχηγός του το 1921.

Χρηματοδοτούμενος από τα γερμανικά και τα παγκόσμια μονοπώλια, ο φασισμός χρησιμοποίησε όλα τα μέσα –τη δημαγωγία, τους εκβιασμούς, την τρομοκρατία, τις δολοφονίες– για την κυριαρχία του. Μέσα στις συνθήκες του παγκόσμιου οικονομικού κραχ, συγκέντρωσε τις αναγκαίες δυνάμεις, εξόπλισε τις συμμορίες του και στις 30 Αυγούστου του 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αναρριχάται στην εξουσία, καθώς ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας.

Ήταν η μεγαλύτερη ήττα της παγκόσμιας εργατικής τάξης στον 20ό αιώνα. Χωρίς καμιά αντίσταση, το γερμανικό προλεταριάτο, αφοπλισμένο και παραλυμένο από την ίδια του την ηγεσία, παραδίδεται δεμένο στο φασισμό. Ολόκληρη η ευθύνη αυτής της καταστροφής πέφτει στους ώμους της σταλινικής ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς και προσωπικά πάνω στον Στάλιν.

Αντί να παλέψει για το ενιαίο μέτωπο όλων των εργατικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλδημοκρατών, τους αποκαλούσε «σοσιαλφασίστες». Η εγκληματική αυτή πολιτική της «Τρίτης Περιόδου», και προπαντός η διακήρυξη ότι «η πάλη ενάντια στο φασισμό προϋποθέτει τη συντριβή της σοσιαλδημοκρατίας», προετοίμασαν αυτή την ήττα, προσφέροντας άμεση βοήθεια στον ίδιο τον Χίτλερ.

Μέσα στον επόμενο χρόνο ο Χίτλερ συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του και μετέτρεψε τη Γερμανία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Επέμβηκε ένοπλα ενάντια στην Ισπανική Επανάσταση, προσάρτησε την Αυστρία, κατέλαβε την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία και εξαπόλυσε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι ύστερα από ένα χρόνο επιτίθεται στην ίδια την ΕΣΣΔ, κουρελιάζοντας τις συμφωνίες που ο Στάλιν είχε υπογράψει μαζί του.

Ακολούθησε το Ολοκαύτωμα και η ολοκληρωτική καταστροφή, οικονομική και πολιτιστική, της Ευρώπης με 55 εκατομμύρια σκοτωμένους εργάτες και αγρότες κι άλλους τόσους τραυματίες και πεθαμένους από την πείνα. Έτσι ξεπεράστηκαν οι συνέπειες του μεγάλου κραχ. Με την κατάρρευση της Γερμανίας ο Χίτλερ αυτοκτόνησε το 1945. –Σελ. 20, 33, 40, 49, 65, 70.