Το κύριο θέμα του βιβλίου του Κάουτσκι είναι η τρομοκρατία. Η άποψη ότι η τρομοκρατία ανήκει στην ουσία της Eπανάστασης, ο Κάουτσκι την ανακηρύσσει σε μια διαδεδομένη πλάνη. Δεν είναι αλήθεια ότι αυτός που θέλει την Επανάσταση πρέπει να συμβιβαστεί και με την τρομοκρατία. Όσον αφορά τον ίδιο τον Κάουτσκι, αυτός είναι, γενικά μιλώντας, υπέρ της Επανάστασης, αλλά αποφασιστικά ενάντια στην τρομοκρατία. Από δω, όμως, αρχίζουν οι περιπλοκές.
«Η Επανάσταση –κλαψουρίζει ο Κάουτσκι- φέρνει μαζί της μια αιματηρή τρομοκρατία που ασκείται από τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Στη Ρωσία, πρώτοι μπήκαν σ’ αυτό το δρόμο οι Μπολσεβίκοι. Αυτό τους έφερε στο σημείο να τους αποδοκιμάζουν με τον πιο αυστηρό τρόπο όλοι οι Σοσιαλιστές που δεν αποδέχονται την μπολσεβίκικη άποψη και που ανάμεσά τους είναι οι Σοσιαλιστές της γερμανικής πλειοψηφίας. Μα οι τελευταίοι δε δίστασαν με τη σειρά τους, μόλις αισθάνθηκαν ότι απειλείται η κυριαρχία τους, να καταφύγουν σε τρομοκρατικές μεθόδους που τη χρήση τους είχαν καταδικάσει στην Ανατολή»(σελίδα 9). Φαίνεται λοιπόν πως θα έπρεπε από αυτά τα γεγονότα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η τρομοκρατία είναι πολύ πιο βαθιά συνδεδεμένη από ότι νομίζουν ορισμένοι σοφοί, με τη φύση της Επανάστασης. Ο Κάουτσκι βγάζει απ’ αυτά ένα συμπέρασμα διαμετρικά αντίθετο. Η τρομερή ανάπτυξη της τρομοκρατίας των Λευκών και των Κόκκινων σ’ όλες τις τελευταίες Επαναστάσεις –ρώσικη, γερμανική, αυστριακή, ουγγρική- είναι γι’ αυτόν ένα δείγμα για το ότι δεν αποδείχτηκαν τέτοιες που θα έπρεπε να είναι σύμφωνα με τα θεωρητικά ονειροπολήματά του. Για το αν η τρομοκρατία «σαν τέτοια» είναι «εγγενής» στην Επανάσταση «σαν τέτοια», ας δούμε λίγες Επαναστάσεις καθώς ξετυλίγονται μπροστά μας στη ζωντανή ιστορία της ανθρωπότητας.
Θα υπενθυμίσουμε, πρώτα-πρώτα, τη Μεταρρύθμιση που αποτελεί ένα είδος ορόσημου ανάμεσα στην ιστορία του Μεσαίωνα και τη σύγχρονη ιστορία: όσο πιο πολύ αγκάλιαζε τα ζωτικά συμφέροντα των λαϊκών μαζών, όσο πιο πολύ επεκτεινόταν, όσο πιο λυσσασμένος γινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, που ξετυλιγόταν κάτω από θρησκευτικά λάβαρα, τόσο πιο ανελέητη, ήταν και από τις δύο πλευρές η τρομοκρατία.
Στο 17ο αιώνα, η Αγγλία πραγματοποίησε δύο Επαναστάσεις: η πρώτη προκαλώντας βίαιους κοινωνικούς κλονισμούς και πολέμους, οδήγησε, ανάμεσα στα άλλα, στην εκτέλεση του Καρόλου του 1ου. Η δεύτερη, στέφθηκε με επιτυχία με την άνοδο στο θρόνο μιας νέας δυναστείας. Η αγγλική μπουρζουαζία και οι ιστορικοί της βλέπουν με πολύ διαφορετική γωνιά την καθεμιά από τις δύο αυτές Επαναστάσεις: η πρώτη είναι, στα μάτια τους, μια απεχθής Ζακερί, ή μεγάλη «ανταρσία». Η δεύτερη, πήρε το όνομα «ένδοξη Επανάσταση». Ο Γάλλος ιστορικός Αύγουστος Τιερί έχει κατονομάσει τα αίτια της διαφορετικής αυτής εκτίμησης. Στην πρώτη αγγλική Επανάσταση, στη μεγάλη «ανταρσία» ενεργούσε ο λαός, ενώ στη δεύτερη ήταν σχεδόν «σιωπηλός». Αυτό συνέβη γιατί ακριβώς κάτω από ένα καθεστώς ταξικής σκλαβιάς, είναι πολύ δύσκολο να μάθεις καλούς τρόπους στις καταπιεζόμενες μάζες. Απελπισμένες, μάχονται με παλούκια και πέτρες, με τη φωτιά και το σκοινί. Οι ιστορικοί που βρίσκονται στην υπηρεσία των μοναρχών και των εκμεταλλευτών προσβάλλονται καμιά φορά. Αλλά το μεγάλο γεγονός στη σύγχρονη «αστική» ιστορία είναι η «μεγάλη ανταρσία» και όχι η «ένδοξη Επανάσταση».
Το πιο σημαντικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας ύστερα από τη Μεταρρύθμιση και τη «μεγάλη ανταρσία», γεγονός που, με τη σπουδαιότητά του, αφήνει μακριά πίσω του τα δύο προηγούμενα, υπήρξε η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 18ου αιώνα. Η κλασική Επανάσταση γέννησε την κλασική τρομοκρατία. Ο Κάουτσκι είναι έτοιμος να συγχωρέσει την τρομοκρατία των Γιακοβίνων, αναγνωρίζοντας πως κανένα άλλο μέτρο δε θα τους επέτρεπε να σώσουν τη Δημοκρατία. Μα κανείς δε νοιάζεται για την όψιμη αυτή δικαιολόγηση. Για τους Κάουτσκι του τέλους του 18ου αιώνα (τους αρχηγούς των γάλλων Γιροδίνων), οι Γιακοβίνοι ήταν προσωποποίηση του κακού. Να, σ’ όλη της τη χυδαιότητα, μια σύγκριση αρκετά διδαχτική των Γιροδίνων και των Γιακοβίνων, που γράφτηκε από την πένα ενός Γάλλου αστού ιστορικού.
«Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι θέλανε τη Δημοκρατία… μα οι Γιροδίνοι θέλανε μια Δημοκρατία νόμιμη, ελεύθερη, γενναιόδωρη. Οι ορεινοί θέλανε μια Δημοκρατία δεσποτική και τρομοκρατική. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι δήλωναν πως είναι υπέρ της κυριαρχίας του λαού. Οι Γιροδίνοι όμως με τη λέξη λαός εννοούσαν, και δικαιολογημένα, το σύνολο του πληθυσμού. Ενώ για τους Ορεινούς, ο λαός δεν ήταν παρά η εργατική τάξη, και κατά συνέπεια η εξουσία έπρεπε να ανήκει σε αυτούς μονάχα τους ανθρώπους.» Η αντίθεση ανάμεσα στους ευγενείς υποστηριχτές της Συντακτικής Συνέλευσης και τους αιμοχαρείς πράκτορες της προλεταριακής Δικτατορίας δείχνεται εδώ αρκετά καλά στους πολιτικούς όρους της εποχής.
Η σιδερένια Δικτατορία των Γιακοβίνων επιβλήθηκε από την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση της επαναστατικής Γαλλίας. Να τι λέει πάνω σ’ αυτό ένας αστός ιστορικός: «Τα ξένα στρατεύματα είχαν μπει στο γαλλικό έδαφος από τέσσερα μέρη ταυτόχρονα: οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί στο Βορρά. Οι Πρώσοι στην Αλσατία. Στην Ντοφίν και μέχρι τη Λυών οι Πεδεμόντιοι. Στο Ρουσιγιόν οι Ισπανοί. Κι αυτό σε μια στιγμή όπου ο εμφύλιος πόλεμος λυσσομανούσε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, στη Νορμανδία, τη Βαντέ, τη Λυών και Τουλόν»(σελίδα 176).Και σ’ αυτά πρέπει ακόμα να προσθέσουμε τους εσωτερικούς εχθρούς, τους αναρίθμητους υπερασπιστές της παλιάς τάξης πραγμάτων, που ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν με όλα τα μέσα τον εχθρό.
Η αυστηρότητα της προλεταριακής Δικτατορίας στη Ρωσία, ας τονίσουμε, καθορίστηκε από περιστάσεις όχι λιγότερο κρίσιμες. Ένα συνεχές μέτωπο από το Βορρά ως το Νότο, από την Ανατολή ως τη Δύση. Πέρα από τους αντεπαναστατικούς στρατούς του Κολτσάκ, του Ντενίκιν κλπ. Στη σοβιετική Ρωσία επιτέθηκαν ταυτόχρονα ή διαδοχικά οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί, οι Τσεχοσλοβάκοι, οι Σέρβοι, οι Πολωνοί, οι Ρουμάνοι, οι Γάλλοι, οι Ουκρανοί, οι Άγγλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γιαπωνέζοι, οι Φιλανδοί, οι Εσθονοί και οι Λιθουανοί. Στο εσωτερικό της χώρας, που ήταν από παντού μπλοκαρισμένη και πέθαινε από την πείνα, δεν συναντούσες παρά απανωτές συνωμοσίες, εξεγέρσεις, τρομοκρατικές πράξεις, ανατινάξεις αποθηκών, των σιδηροδρομικών δικτύων και των γεφυριών.
«Η κυβέρνηση που είχε αναλάβει να παλέψει με τους αναρίθμητους εχθρούς του εξωτερικού και του εσωτερικού δεν είχε ούτε χρήματα, ούτε αρκετό στρατό, με μια λέξη, τίποτε, εκτός από μια απεριόριστη ενεργητικότητα, μια θερμή υποστήριξη από μέρους των επαναστατικών στοιχείων της χώρας και το θάρρος να καταφύγει σ’ όλα τα μέτρα, όσο αυθαίρετα και σκληρά κι αν ήταν αυτά, για τη σωτηρία της πατρίδας». Μ’ αυτά τα λόγια χαρακτήριζε άλλοτε ο Πλεχάνωφ την κυβέρνηση των …Γιακοβίνων, («Ο Σοσιαλδημοκράτης» (Sozial-demokrat): Τετράμηνη Πολιτική Λογοτεχνική Επιθεώρηση», Φλεβάρης, Τόμος 1ος, Λονδίνο 1890. Άρθρο για τα «Εκατόχρονα της Μεγάλης Επανάστασης», σελ. 6-7).
Ας στραφούμε, όμως, προς την Επανάσταση που έγινε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στις Ενωμένες Πολιτείες, τη χώρα αυτή της «Δημοκρατίας». Αν και δεν επρόκειτο για την κατάλυση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά για την κατάργηση της ιδιοκτησίας πάνω στους μαύρους, οι θεσμοί της Δημοκρατίας δεν υπήρξαν λιγότερο ανίκανοι, να λύσουν τη διένεξη με δημοκρατικά μέσα. Οι Πολιτείες του Νότου, αφού νικήθηκαν στις προεδρικές εκλογές του 1860, αποφάσισαν να επανακτήσουν, με οποιοδήποτε τίμημα, την επιρροή που εξασκούσαν μέχρι τότε για τη διατήρηση της δουλείας και ενώ, εκφωνούσαν, όπως συνήθως γίνεται, στομφώδεις λόγους για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, έπαιρναν το δρόμο που οδηγούσε στην εξέγερση των δουλοκτητών. Όλα τα κατοπινά αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου προκύψανε αναπόφευκτα απ’ αυτό. Από την αρχή της πάλης, η στρατιωτική κυβέρνηση της Βαλτιμόρης φυλάκισε, στο φρούριο Μακ Χένρι ,παρά το «Habeas Corpus» μερικούς πολίτες οπαδούς του δουλοκτητικού Νότου. Το ζήτημα αν ήταν νόμιμες ή παράνομες αυτές οι πράξεις έγινε το αντικείμενο μιας έντονης συζήτησης ανάμεσα στις λεγόμενες «ανώτατες αρχές» του τόπου. Ο ανώτατος δικαστής Τίνεϊ αποφάσισε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε ούτε το δικαίωμα να παραχωρήσει παρόμοιες εξουσίες στις στρατιωτικές αρχές.«Τέτοια είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η σωστή συνταγματική λύση αυτού του ζητήματος –λέει ένας από τους πρώτους ιστορικούς του αμερικάνικου εμφύλιου πολέμου. Μα η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, και η ανάγκη να παρθούν ριζικά μέτρα απέναντι στον πληθυσμό της Βαλτιμόρης τόσο πιεστική, ώστε η κυβέρνηση και ο λαός των Ενωμένων Πολιτειών απαιτούσαν να παρθούν τα πλέον αποφασιστικά μέτρα». (Ιστορία του αμερικάνικου πολέμου», Φλέτσερ, αντισυνταγματάρχης των Σκοτσέζων τυφεκιοφόρων της φρουράς, Πετρούπολη 1876, σελ. 95)
Τα λίγα πράγματα που είχε ανάγκη ο επαναστατημένος Νότος του τα πρόσφεραν μυστικά οι έμποροι του Βορρά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν έμεινε πια στους κατοίκους του Βορρά παρά να καταφύγουν στην καταπίεση. Στις 6 Αυγούστου 1861, επικυρώθηκε από τον πρόεδρο ένα νομοσχέδιο του Κογκρέσου για τη «δήμευση της ατομικής εκείνης ιδιοκτησίας που χρησιμοποιείται για επαναστατικούς σκοπούς». Ο λαός, που εκπροσωπούνταν από τα πιο δημοκρατικά στοιχεία, ήταν επιρρεπής στα ακραία μέτρα. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είχε στο Βορρά μια αποφασιστική πλειοψηφία και όλοι εκείνοι που ήταν ύποπτοι για χωριστικές τάσεις, δηλαδή υποστήριζαν τις διασπαστικές Πολιτείες του Νότου, έγιναν αντικείμενο βίας. Σε ορισμένες πόλεις του Βορρά κι ακόμα στις πολιτείες της Νέας Αγγλίας, που υπερηφανεύονταν για την ησυχία τους, ο πληθυσμός κατέλαβε επανειλημμένα και κατέστρεψε τα γραφεία και τα τυπογραφεία των εφημερίδων που υποστήριζαν τους εξεγερμένους δουλοκτήτες. Κάθε τόσο μπορούσες να δεις τους αντιδραστικούς εκδότες πασαλειμμένους με κατράμι και στολισμένους με φτερά να τους περιφέρουν στους δρόμους με τη γελοία αυτή αμφίεση χλευάζοντάς τους μέχρι τη στιγμή που θα δέχονταν να ορκιστούν πίστη στην Ένωση. Η προσωπικότητα ενός ιδιοκτήτη φυτειών πασαλειμμένη με κατράμι δεν είχε πια τίποτε το κοινό με το «σκοπό καθ’ εαυτό» και γι’ αυτό το λόγο η κατηγορική προσταγή του Κάουτσκι έχει υποστεί στη διάρκεια του αμερικάνικού εμφυλίου πολέμου ένα σημαντικό κτύπημα. Μα αυτό δεν είναι όλο.«Η κυβέρνηση, από τη μεριά της», μας εξιστορεί ο ίδιος ιστορικός, «είχε καταφύγει σε διάφορα καταπιεστικά μέτρα ενάντια στις εκδόσεις που δεν υιοθετούσαν την άποψή της. και ο αμερικάνικος Τύπος, που μέχρι τότε είχε γνωρίσει την πιο μεγάλη ελευθερία, βρέθηκε πολύ γρήγορα σε κατάσταση το ίδιο δύσκολη με κείνη των αυταρχικών κρατών της Ευρώπης» Η Ελευθερία του λόγου είχε την ίδια τύχη. «Έτσι –συνεχίζει ο αντισυνταγματάρχης Φλέτσερ- ο αμερικάνικος λαός βρέθηκε ταυτόχρονα απογυμνωμένος από το μεγαλύτερο μέρος των ελευθεριών του. Πρέπει να σημειωθεί –συνεχίζει σαν ηθικολόγος- πως η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν τόσο απορροφημένη από τον πόλεμο και τόσο πολύ πρόθυμη να αποδεχτεί όλες τις θυσίες για να φτάσει στο σκοπό της, ώστε όχι μόνο δε λυπόταν για το χάσιμο των ελευθεριών της, αλλά και έμοιαζε να τις παραβλέπει». (Η Ιστορία του Αμερικάνικου Πολέμου», σελ. 162-164)
Οι αιμοχαρείς δουλοκτήτες του Νότου και το λυσσασμένο μπουλούκι των υπηρετών του ενεργούσαν με μια πολύ πιο μεγάλη παραφορά.«Παντού, -εξιστορεί ο κόμητας του Παρισιού- όπου σχηματιζόταν μια πλειοψηφία υπέρ της δουλείας, η κοινή γνώμη γινόταν τρομερά δεσποτική απέναντι στη μειονότητα. Όλοι εκείνοι που σέβονταν την εθνική σημαία… είχαν φιμωθεί. Μα αυτό φάνηκε πολύ ανεπαρκές. Όπως γίνεται σ’ όλες τις Επαναστάσεις ανάγκασαν τους αδιάφορους να εκφράσουν την αφοσίωσή τους στην καινούργια υπόθεση… Εκείνους που το αρνιόντουσαν τους ρίχνανε βορά στο μίσος και τη βία του όχλου… Σε όλα τα κέντρα που άρχιζε να γεννιέται ο πολιτισμός (Νότιο-Δυτικές Πολιτείες) ιδρύθηκαν επιτροπές επαγρύπνησης που αποτελούνταν απ’ όλους εκείνους που είχαν αναδειχτεί με τον εξτρεμισμό τους στη διάρκεια της εκλογικής πάλης… Οι ταβέρνες ήταν ο συνηθισμένος τόπος των συνεδριάσεων, και ένα θορυβώδες όργιο ανακατευόταν με την αξιοθρήνητη παρωδία των δημοσίων μορφών δικαιοσύνης. Μερικοί δαιμονισμένοι που συνεδρίαζαν γύρω από έναν πάγκο που πάνω του έτρεχε το τζιν και το ουίσκι, δίκαζαν τους παρόντες ή απόντες συμπολίτες τους. Ο κατηγορούμενος, πριν ακόμα ανακριθεί, έβλεπε κιόλας να προετοιμάζουν την απαίσια κρεμάλα. Κι αυτός που δεν προσάγονταν στο δικαστήριο μάθαινε την καταδίκη τους πέφτοντας κάτω από τις σφαίρες του δημίου που κρυβόταν μέσα στους θάμνους του δάσους…». Η εικόνα αυτή μας φέρνει στη μνήμη τις σκηνές που ξετυλίγονται κάθε μέρα στις περιοχές όπου δρουν ο Ντενίκιν, ο Κόλτσακ, ο Γιούντενιτς και οι άλλοι πρωταθλητές της Αγγλο-γαλλο-αμερικάνικης «Δημοκρατίας».
Πως έμπαινε το ζήτημα της τρομοκρατίας κάτω από την Κομμούνα του Παρισιού; Αυτό θα δούμε πιο κάτω. Όποιες κι αν είναι οι προσπάθειες που κάνει ο Κάουτσκι για να μας αντιτάξει την Κομμούνα δεν είναι καθόλου θεμελιωμένες και τον υποχρεώνουν να καταφεύγει σε μια ευτελή φρασεολογία.
Πρέπει, φαίνεται, να δούμε τη σύλληψη ομήρων, σα φαινόμενο «εγγενές» στην τρομοκρατία του εμφυλίου πολέμου. Ο Κάουτσκι αντίπαλος της τρομοκρατίας και της σύλληψης ομήρων, είναι ωστόσο υπέρ της Κομμούνας του Παρισιού (είναι αλήθεια πως αυτή υπήρξε πριν πενήντα χρόνια). Η Κομμούνα είχε όμως συλλάβει ομήρους. Από δω και η κάποια αμηχανία του συγγραφέα μας. Αλλά σε τι θα χρησίμευε η κανονιστική θεολογία, αν όχι σε τέτοιες περιπτώσεις;
Τα διδάγματα της Κομμούνας για τους ομήρους και για την εκτέλεσή τους, σαν απάντηση στις ωμότητες των Βερσαγιέζων, ήταν αιτιολογημένα –σύμφωνα με τη βαθυστόχαστη ερμηνεία του Κάουτσκι- από την επιθυμία να σωθούν ανθρώπινες ζωές κι όχι από την επιθυμία του θανάτου. Θαυμάσια ανακάλυψη! Δε μένει πια παρά να την εμπλουτίσουμε. Μπορούμε και πρέπει να του δώσουμε να καταλάβει πως στην εποχή του εμφυλίου πολέμου εξολοθρεύαμε τους Λευκοφρουρούς για να μην εξολοθρεύσουν τους εργαζόμενους. Επομένως ο στόχος μας δεν ήταν να αφαιρέσουμε ανθρώπινες ζωές αλλά να τις προφυλάξουμε. Αν για την προφύλαξή τους έπρεπε να παλέψουμε με το όπλο στο χέρι, κι αν αυτό μας οδηγεί στην εξολόθρευσή τους- υπάρχει εδώ ένα αίνιγμα που το διαλεκτικό μυστικό του διασαφηνίστηκε από το γέρο-Χέγκελ, για να μη μιλήσουμε για τους σοφούς που άνηκαν σε παλιότερες σχολές.
Η Κομμούνα δε θα μπορούσε να κρατηθεί και να στερεωθεί αν δεν έκανε έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια στους Βερσαγιέζους. Οι τελευταίοι είχαν, στο Παρίσι, έναν μεγάλο αριθμό πρακτόρων. Αφού βρισκόταν σε πόλεμο με τους πράκτορες του Θιέρσου, η Κομμούνα δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς από το να εξολοθρεύσει τους Βερσαγιέζους τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Αν η εξουσία της είχε ξεπεράσει τα όρια του Παρισιού, θα είχε προσκρούσει –στην ανάπτυξη του εμφυλίου πολέμου με το στρατό της Εθνοσυνέλευσης- σε εχθρούς πολύ πιο επικίνδυνους, στους ίδιους τους κόλπους του ειρηνικού πληθυσμού. Η Κομμούνα δε θα μπορούσε πολεμώντας τους Βασιλόφρονες, να παραχωρήσει Ελευθερία λόγου στους πράκτορές τους στα μετόπισθεν.
Ο Κάουτσκυ, παρά τα μεγάλα σύγχρονα γεγονότα, δεν έχει ιδέα τι θα πει πόλεμος γενικά και εμφύλιος πόλεμος ιδιαίτερα. Δεν κατορθώνει να καταλάβει πως κάθε οπαδός του Θιέρσου στο Παρίσι δεν ήταν ένας απλός ιδεολογικός «αντίπαλος» των Κομμουνάρων, αλλά ένας πράκτορας, ένας κατάσκοπος του Θιέρσου, ένας θανάσιμος εχθρός που παραμονεύει τη στιγμή να τους καρφώσει πισώπλατα. Επομένως ο εχθρός πρέπει να τεθεί εκτός μάχης για να μην βλάψει, πράγμα που, σε καιρό πολέμου, δεν μπορεί να γίνει παρά με την εξάλειψή του.
Στην Επανάσταση, όπως και στον πόλεμο, πρέπει να συντριβεί η θέληση του εχθρού, να αναγκαστεί να συνθηκολογήσει αποδεχόμενος τους όρους του νικητή. Η θέληση, βεβαίως, είναι ένα γεγονός του φυσικού κόσμου, αλλά σε αντίθεση με μια συγκέντρωση, με μια διαμάχη ή μ’ ένα συνέδριο, η Επανάσταση επιδιώκει τους σκοπούς της με την προσφυγή σε υλικά μέσα, αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ότι ο πόλεμος. Η μπουρζουαζία κυρίεψε την εξουσία με την εξέγερση, και την στερέωσε με τον εμφύλιο πόλεμο. Σε καιρό Ειρήνης, προστατεύει την εξουσία της με τη βοήθεια ενός πολύ πολύπλοκου καταπιεστικού μηχανισμού. Όσο θα υπάρχει η ταξική κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω σε απύθμενους ανταγωνισμούς, η χρησιμοποίηση των καταπιεστικών μέτρων θα είναι απαραίτητη για να σπάσει η θέληση της αντίθετης πλευράς.
Ακόμα κι αν η Δικτατορία του προλεταριάτου γεννιόταν, σε ορισμένες χώρες, στους κόλπους της Δημοκρατίας, μ’ αυτό δε θα αποφευγόταν ο εμφύλιος πόλεμος. Το ζήτημα του να γνωρίζουμε σε ποιόν θα ανήκει η εξουσία μέσα στη χώρα, δηλαδή αν η μπουρζουαζία πρέπει να ζήσει ή να πεθάνει, θα λυθεί όχι με το να καταφεύγουμε στα άρθρα του Συντάγματος, αλλά με την άσκηση κάθε μορφής βίας. Ότι και να κάνει ο Κάουτσκι για να αναλύσει την τροφή του ανθρωποπιθήκου και τις άλλες περιπτώσεις, κοντινές ή απομακρυσμένες που θα του επιτρέψουν να καθορίσει τα αίτια της ανθρώπινης απανθρωπιάς, δε θα βρει στην ιστορία άλλα μέσα για να συντρίψει την ταξική θέληση του εχθρού πέρα από τη συστηματική και ενεργητική χρήση της βίας.
Ο βαθμός όξυνσης της πάλης εξαρτάται εξ ολοκλήρου από μια σειρά εσωτερικούς και διεθνείς όρους. Όσο πιο λυσσασμένη και επικίνδυνη θα γίνεται η αντίσταση του ηττημένου ταξικού εχθρού, τόσο το σύστημα καταναγκασμού θα μεταμορφώνεται αναπόφευκτα σε σύστημα τρομοκρατίας.
Μα ο Κάουτσκι παίρνει εδώ απρόοπτα μια καινούργια θέση στην πάλη του ενάντια στην τρομοκρατία των Σοβιέτ. Απλά προσποιείται ότι αγνοεί την παράφορη αντεπαναστατική αντίσταση της ρώσικης μπουρζουαζίας.
«Παρόμοια παράφορα δεν παρατηρήθηκε –λέει- στην Πετρούπολη και τη Μόσχα τον Οκτώβρη του 1917 κι ακόμα λιγότερο, τελευταία, στη Βουδαπέστη». (σελ. 149). Με τον εξαίσιο αυτό τρόπο τοποθέτησης του ζητήματος, η επαναστατική τρομοκρατία γίνεται απλά προϊόν του αιμοβόρου πνεύματος των Μπολσεβίκων που παράλληλα απομακρύνθηκαν από τις παραδόσεις του φυτοφάγου ανθρωποπιθήκου και την ηθικοδιδασκαλία του Κάουτσκι.
Η κατάκτηση της εξουσίας από τα Σοβιέτ τον Οκτώβρη του 1917 εκπληρώθηκε με τίμημα ασήμαντες απώλειες. Η ρώσικη μπουρζουαζία αισθανόταν τόσο απομονωμένη από τις μάζες, τόσο ανίσχυρη στο εσωτερικό, τόσο εκτεθειμένη από την πορεία και την έκβαση του πολέμου, τόσο αποθαρρημένη από το καθεστώς του Κερένσκι, που δεν διακινδύνεψε να αντισταθεί. Στην Πετρούπολη, η εξουσία του Κερένσκι ανατράπηκε σχεδόν χωρίς μάχη. Στη Μόσχα, η αντίσταση παρατάθηκε κυρίως εξαιτίας του αναποφάσιστου χαρακτήρα των ίδιων των ενεργειών μας. Στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις, η εξουσία πέρασε στα Σοβιέτ κάτω από ένα απλό τηλεγράφημα της Πετρούπολης ή της Μόσχας. Αν τα πράγματα είχαν μείνει ως εδώ, δεν θα υπήρχε καθόλου ζήτημα Κόκκινης τρομοκρατίας. Μα από τον Οκτώβρη του 1917 υπήρχαν ενδείξεις της έναρξης της αντίστασης από μέρους των κατεχόντων. Είναι αλήθεια πως χρειάστηκε η επέμβαση των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων της Δύσης για να δώσουν στη ρώσικη Αντεπανάσταση αυτή την αυτοπεποίθηση και στην αντίστασή της μια δύναμη ολοένα και πιο μεγάλη: πράγμα που μπορεί κανείς να το αποδείξει με τα καθημερινά, σημαντικά ή δευτερεύοντα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της σοβιετικής Επανάστασης.
Το «Μεγάλο Γενικό Επιτελείο» του Κερένσκι δεν έβρισκε κανένα στήριγμα στις μάζες των στρατιωτών. Ήταν διατεθειμένο να αναγνωρίσει τη σοβιετική κυβέρνηση που άρχιζε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για το κλείσιμο ανακωχής. Ακολούθησε μια διαμαρτυρία των στρατιωτικών αποστολών της Αντάντ, που συνοδευόταν από ανοικτές απειλές. Το «Μεγάλο Γενικό Επιτελείο» τρομοκρατήθηκε. Κάτω από την πίεση των «συμμάχων» αξιωματικών μπήκε στο δρόμο της αντίστασης, προκαλώντας έτσι την ένοπλη σύγκρουση και τη δολοφονία του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατηγού Ντουκόνιν, από μια ομάδα επαναστατημένων ναυτών.
Στην Πετρούπολη, οι επίσημοι πράκτορες της Αντάντ, και ιδιαίτερα η γαλλική στρατιωτική αποστολή, ενεργώντας από κοινού με τους Σοσιαλεπαναστάτες και τους Μενσεβίκους, οργάνωναν ανοιχτά την αντίσταση από τη δεύτερη μέρα της Επανάστασης. Κινητοποιώντας, οπλίζοντας και κατευθύνοντας ενάντια μας τους Καντέτους (γιούγκερς) και την αστική νεολαία. Η ανταρσία των γιούγκερς στις 28 Οκτώβρη κόστισε εκατό φορές περισσότερα θύματα από όσα η Επανάσταση στις 25 του Οκτώβρη. Η τυχοδιωκτική εκστρατεία των Κερένσκι – Κρασνόφ ενάντια στην Πετρούπολη, που υποκινήθηκε από την Αντάντ, έμελλε φυσιολογικά να μπάσει στην πάλη τα πρώτα στοιχεία αγριότητας. Ο στρατηγός Κρασνόφ αφέθηκε εντούτοις ελεύθερος αφού μας έδωσε το λόγο του. Η εξέγερση του Γιαροσλάβ (το καλοκαίρι του 1918), που κόστισε τόσα θύματα, οργανώθηκε από τον Σαβίνκοφ, με εντολή της γαλλικής πρεσβείας και με δικά της έξοδα. Η κατάληψη του Αρχάγγελου έγινε με βάση τα σχέδια πρακτόρων του βρετανικού ναυτικού, με τη βοήθεια αγγλικών αεροπλάνων και πολεμικών πλοίων. Η αρχή της Αυτοκρατορίας του Κόλτσακ, που ήταν άνθρωπος του αμερικάνικου Χρηματιστηρίου, ήταν δουλειά της ξένης τσεχοσλοβάκικης λεγεώνας με έξοδα της γαλλικής κυβέρνησης. Ο Καλέντιν και ο Κρασνόφ (που τον απελευθερώσαμε εμείς), πρώτοι ηγέτες της Αντεπανάστασης του Ντον, δεν μπόρεσαν να πετύχουν τις όποιες επιτυχίες τους παρά χάρη στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της Γερμανίας, Στην Ουκρανία, η σοβιετική εξουσία ανατράπηκε στις αρχές του 1918 από το γερμανικό Μιλιταρισμό. Με τα οικονομικά και τεχνικά μέσα της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας δημιουργήθηκε ο εθελοντικός Στρατός του Ντενίκιν. Μονάχα με την ελπίδα μιας επέμβασης της Αγγλίας και σε συνέχεια με την υλική βοήθεια της οργανώθηκε ο στρατός του Γιουντένιτς. Οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες και οι δημοσιογράφοι των χωρών της Αντάντ, συζητούν με πλήρη ειλικρίνεια, εδώ και δύο χρόνια, το ζήτημα αν ο εμφύλιος πόλεμος στην Ρωσία είναι μια αρκετά επικερδής επιχείρηση για να μπορεί κανείς να την χρηματοδοτήσει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, πρέπει να έχεις ένα κεφάλι σκληρό σαν πέτρα για να αναζητάς τα αίτια του αιματηρού χαρακτήρα του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, στην κακή θέληση των Μπολσεβίκων κι όχι στη διεθνή κατάσταση.
Το ρώσικο προλεταριάτο μπήκε πρώτο στην πάλη της κοινωνικής επανάστασης, και η ρώσικη μπουρζουαζία, πολιτικά ανίσχυρη, είχε το θάρρος να μη δεχτεί την πολιτική και οικονομική απαλλοτρίωσή της, μόνο και μόνο γιατί έβλεπε παντού τα μεγαλύτερα αδέλφια της να κρατούν την εξουσία και να είναι οικονομικά, πολιτικά και ως έναν ορισμένο βαθμό στρατιωτικά παντοδύναμα.
Αν η Επανάστασή μας του Οκτώβρη είχε γίνει μερικούς μήνες ή ακόμα και μερικές βδομάδες ύστερα από την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία πως θα ήταν η πιο «ειρηνική», η λιγότερο «αιματηρή» απ’ όλες τις πιθανές Επαναστάσεις στον αμαρτωλό τούτο κόσμο. Μα η ιστορική αυτή σειρά –από πρώτη ματιά η πιο «φυσική» και όπως και να έχει η πιο ευνοϊκή για τη ρώσικη εργατική τάξη- δεν παραβιάστηκε από δικό μας λάθος, αλλά από τη θέληση των γεγονότων: το ρώσικο προλεταριάτο, αντί να είναι το τελευταίο, βρέθηκε πρώτο. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έδωσε, ύστερα από την πρώτη περίοδο σύγχυσης έναν χαρακτήρα εξαιρετικά λυσσασμένο στην αντίσταση των πρώην κυρίαρχων τάξεων της Ρωσίας και υποχρέωσε το ρώσικο προλεταριάτο, την ώρα των πιο μεγάλων κινδύνων των επιθέσεων από το εξωτερικό, των συνωμοσιών και των εξεγέρσεων στο εσωτερικό, να καταφύγει στα σκληρά μέτρα της κρατικής τρομοκρατίας. Το ότι αυτά τα μέτρα ήταν ατελέσφορα, αυτό δεν μπορεί κανείς να το ισχυριστεί για την ώρα. Αλλά μήπως πρέπει να τα χαρακτηρίσουμε… «απαράδεκτα»;
Η εργατική τάξη, που παλεύοντας κατάχτησε την εξουσία, είχε στόχο και καθήκον της να την κάνει ακλόνητη, αν εξασφαλίσει οριστικά την κυριαρχία της, να κόψει κάθε διάθεση για πραξικόπημα στους εχθρούς της κι έτσι να αποχτήσει τη δυνατότητα να κάνει πράξη τις μεγάλες σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά δεν έπρεπε να πάρει την εξουσία.
Η Επανάσταση «λογικά» δεν απαιτεί την τρομοκρατία
Η Επανάσταση δεν περιλαμβάνει «λογικά» την τρομοκρατία το ίδιο όμως δεν περιλαμβάνει «λογικά» την ένοπλη εξέγερση. Τι βαθιά κοινοτυπία! Μα, αντίθετα, η Επανάσταση απαιτεί από την επαναστατική τάξη να βάλει όλα της τα μέσα σε ενέργεια για να πετύχει τους σκοπούς της: με την ένοπλη εξέγερση, αν χρειαστεί. Με την τρομοκρατία, αν αυτή είναι αναγκαία. Μια επαναστατική τάξη που κατέκτησε την εξουσία με το όπλο στο χέρι, έχει καθήκον να συντρίψει με τη βία όλες τις προσπάθειες που θα κάνουν για να της την αποσπάσουν. Όπου αντιμετωπίζει έναν εχθρικό στρατό θα του αντιτάξει το δικό της στρατό. Οπουδήποτε βρεθεί μπροστά σε μια ένοπλη συνωμοσία, μια απόπειρα δολοφονίας, μια εξέγερση, θα την συντρίψει ανελέητα. Μήπως ο Κάουτσκι έχει επινοήσει άλλα μέσα; ή ανάγει όλο το ζήτημα στο βαθμό καταπίεσης και θα πρότεινε, σ’ αυτή την περίπτωση, να καταφύγουμε καλύτερα στη φυλάκιση παρά στην ποινή του θανάτου;
Το ζήτημα των μορφών και του βαθμού της καταπίεσης δεν είναι ασφαλώς, ζήτημα «αρχής». Είναι ένα ζήτημα μέσων για να φτάσουμε στο σκοπό. Σε μια επαναστατική εποχή, το κόμμα που κυνηγήθηκε από την εξουσία, που δεν θέλει να παραδεχτεί τη σταθερότητα της άρχουσας τάξης και που το αποδείχνει με την απεγνωσμένη πάλη που διεξάγει ενάντιά της, δεν θα τρομοκρατηθεί από την απειλή των φυλακίσεων αφού δεν πιστεύει στην παράτασή τους. Από αυτό μονάχα το απλό, αλλά αποφασιστικό γεγονός εξηγείται η συχνή εφαρμογή της ποινής του θανάτου στον εμφύλιο πόλεμο.
Μήπως όμως ο Κάουτσκι θέλει να πει πως η ποινή του θανάτου δεν είναι γενικά σύμφωνη με το σκοπό που επιδιώκουμε, κι ότι είναι αδύνατο να τρομοκρατήσει κανείς τις «τάξεις»; Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η τρομοκρατία είναι ανίσχυρη –κι ακόμα δεν είναι τέτοια παρά «μακροπρόθεσμα»- όταν ασκείται από την αντίδραση ενάντια σε μια ιστορικά ανερχόμενη τάξη. Αντίθετα, η τρομοκρατία ενάντια στην αντιδραστική τάξη που δεν θέλει να εγκαταλείψει την αρένα μπορεί να είναι αποτελεσματική. Ο εκφοβισμός είναι ένα ισχυρό όπλο της πολιτικής δραστηριότητας τόσο σε διεθνή κλίμακα όσο και στο εσωτερικό. Ο πόλεμος, το ίδιο όπως και η Επανάσταση, στηρίζεται στον εκφοβισμό. Ένας νικηφόρος πόλεμος δεν εξοντώνει κατά γενικό κανόνα παρά ένα ελάχιστο μέρος του ηττημένου στρατού, αλλά αποθαρρύνει τους άλλους και συντρίβει τη θέλησή τους. Η Επανάσταση ενεργεί με τον ίδιο τρόπο: σκοτώνει μερικά άτομα και τρομοκρατεί χιλιάδες. Μ’ αυτήν την έννοια, η Κόκκινη τρομοκρατία δεν διαφέρει βασικά από την ένοπλη εξέγερση, που δεν είναι παρά η άμεση συνέχειά της. Δεν μπορεί να καταδικάσει «ηθικά» την κρατική τρομοκρατία της επαναστατικής τάξης παρά εκείνος που καταρχήν, απορρίπτει (με λόγια) κάθε βία γενικά –επομένως κάθε πόλεμο και κάθε εξέγερση. Αλλά τότε είναι απλά και μόνο ένας υποκριτής Καουάκερος.
«Πως λοιπόν να διακρίνουμε –μας ρωτούν οι ποντίφικες του Φιλελευθερισμού και του «Καουτσκισμού»-την τακτική σας από την τακτική του Τσαρισμού;»
Δεν το καταλαβαίνεται, άγιοι άνθρωποι; Θα σας το εξηγήσουμε. Η τρομοκρατία του Τσαρισμού κατευθυνόταν ενάντια στο προλεταριάτο. Η τσαρική αστυνομία στραγγάλιζε τους εργάτες που πάλευαν για το σοσιαλιστικό καθεστώς. Οι Έκτακτες Επιτροπές μας τουφεκίζουν τους μεγαλογαιοκτήμονες, τους Καπιταλιστές, τους στρατηγούς που πασχίζουν να αποκαταστήσουν το καπιταλιστικό καθεστώς. Συλλάβατε μήπως τη διαφορά στην… απόχρωση; Ναι; Ε, αυτή η διάφορα για μας τους Κομμουνιστές είναι υπεραρκετή.
Ένα σημείο που ανησυχεί ιδιαίτερα ,ο Κάουτσκι, ο συντάκτης πολλών μεγάλων βιβλίων και άρθρων - είναι η Ελευθερία του Τύπου. Επιτρέπεται να καταστέλλουμε τις εφημερίδες;
Κατά τη διάρκεια του πολέμου όλα τα όργανα και τα όργανα του κράτους και της κοινής γνώμης γίνονται, άμεσα ή έμμεσα, όπλα της εχθροπραξίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Τύπο. Καμία κυβέρνηση που συνεχίζει έναν σοβαρό πόλεμο δεν θα επιτρέψει δημοσιεύσεις να υπάρξουν στο έδαφός της, που ανοιχτά ή έμμεσα, υποστηρίζουν τον εχθρό. Ακόμη περισσότερο σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Η φύση των τελευταίων είναι τέτοια που κάθε μια από τις αγωνιζόμενες πλευρές έχει στο οπίσθιο τμήμα του στρατού της ιδιαίτερους κύκλους του πληθυσμού στην πλευρά του εχθρού. Στον πόλεμο, όπου και η επιτυχία και η αποτυχία ξεπληρώνονται από το θάνατο, οι εχθρικοί πράκτορες που διαπερνούν στο οπίσθιο τμήμα υπόκεινται στην εκτέλεση. Αυτό είναι απάνθρωπο, αλλά κανένας ποτέ δε θεώρησε τον πόλεμο ένα σχολείο του ανθρωπισμού - ακόμα λιγότερο έναν εμφύλιο πόλεμο. Μπορεί σοβαρά να απαιτηθεί, κατά τη διάρκεια ενός εμφύλιου πολέμου με τους Λευκοφρουρούς του Ντενίκιν, να πρέπει να βγουν οι δημοσιεύσεις των συμβαλλόμενων μερών που υποστηρίζουν τον Ντενίκιν ανεμπόδιστα στη Μόσχα και στο Πέτρογκραντ; Να προτείνει αυτό στο όνομα της «Ελευθερίας» του Τύπου είναι ακριβώς το ίδιο όπως, στο όνομα της ανοικτής συναλλαγής, να απαιτήσει τη δημοσίευση των στρατιωτικών μυστικών. «Μια πολιορκημένη πόλη,» έγραψε ένας Κομμουνάρος, ο Άρθουρ Αρνούλ του Παρισιού, «δεν μπορεί να επιτρέψει μέσω των μέσων της οι ελπίδες για την πτώση της να εκφραστούν ανοιχτά, ότι οι μαχητές που την υπερασπίζουν πρέπει να υποκινηθούν στην προδοσία, ότι οι μετακινήσεις των στρατευμάτων της πρέπει να κοινοποιηθούν στον εχθρό. Τέτοια ήταν η θέση του Παρισιού κάτω από την Κομμούνα.» Τέτοια είναι η θέση της σοβιετικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια των δύο ετών ύπαρξής της.
Εντούτοις, ας ακούσουμε αυτά που ο Κάουτσκι έχει να πει επ' αυτού.
«Η αιτιολόγηση αυτού του συστήματος (δηλ. ,οι καταστολές σχετικά με τον Τύπο) μετατρέπεται στην αφελή ιδέα ότι μια απόλυτη αλήθεια (!) υπάρχει, και ότι μόνο οι Κομμουνιστές την κατέχουν (!). Ομοίως,» συνεχίζει ο Κάουτσκι, «μετατρέπεται σε μια άλλη άποψη, ότι όλοι οι συγγραφείς είναι από τη φύση ψεύτες (!) και ότι μόνο οι Κομμουνιστές είναι υποστηρικτές της αλήθειας (!). Στην πραγματικότητα, οι ψεύτες και οι φανατικοί υποστηρικτές για αυτό που θεωρούν αλήθεια βρίσκονται σε όλα τα στρατόπεδα» Και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής. (Σελίδα 176)
Κατά αυτόν τον τρόπο, στα μάτια του Κάουτσκι, η Επανάσταση, στην οξύτερη φάση της, όταν είναι θέμα ζωής και θανάτου των τάξεων, συνεχίζει έως τώρα μια λογοτεχνική συζήτηση με το αντικείμενο της καθιέρωσης… της αλήθειας. Ποια βαθύτητα! … «Η αλήθειά μας,» φυσικά, δεν είναι απόλυτη. Αλλά όπως στο όνομά της, προς το παρόν, ρίχνουμε το αίμα μας, δεν έχουμε ούτε το λόγο, ούτε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε μια λογοτεχνική συζήτηση ως προς τη σχετικότητα της αλήθειας με εκείνους που «μας επικρίνουν» με τη βοήθεια όλων των μορφών των όπλων. Ομοίως, το πρόβλημά μας δεν είναι να τιμωρήσουμε τους ψεύτες και να ενθαρρύνουμε ακριβώς τα άτομα μεταξύ των δημοσιογράφων όλων των απόψεων, αλλά να στραγγαλίσουμε τα ταξικά ψέματα της αστικής τάξης και να επιτύχουμε την ταξική αλήθεια του προλεταριάτου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και στα δύο στρατόπεδο υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές και ψεύτες.
«Η σοβιετική κυβέρνηση,» βροντάει ο Κάουτσκι, «έχει καταστρέψει τη μόνη θεραπεία για να αντιστρατευτεί στη δωροδοκία: την ελευθερία του Τύπου. Ο έλεγχος με τη βοήθεια της απεριόριστης Ελευθερίας του τύπου, θα μπορούσε μόνο να έχει σταματήσει εκείνους τους ληστές και τυχοδιώκτες που θα προσκολληθούν αναπόφευκτα προσκολλώνται σα βδέλλες σε κάθε απεριόριστη, ανεξέλεγκτη δύναμη.» (Σελίδα 188) και ούτω καθεξής.
Ο Τύπος ως εμπιστευτικό όπλο της προσπάθειας για τη δωροδοκία! Αυτή η Φιλελεύθερη συνταγή ηχεί ιδιαίτερα θλιβερή όταν κανείς θυμάται τις δύο χώρες με τη μέγιστη «Ελευθερία» του Τύπου - Βόρεια Αμερική και Γαλλία - που, συγχρόνως, είναι χώρες της πιο υψηλής ανάπτυξης του σταδίου της καπιταλιστικής δωροδοκίας.
Ταΐζοντας με το παλαιό σκάνδαλο των πολιτικών προθαλάμων της ρωσικής επανάστασης, ο Κάουτσκι φαντάζεται ότι χωρίς την Ελευθερία των Καντέτων και των Μενσεβίκων, η σοβιετική μηχανή είναι αλληλένδετη με «τους ληστές» και «τους τυχοδιώκτες.» Τέτοια ήταν η φωνή των Μενσεβίκων ετησίως ή δεκαοχτώ μήνες πριν. Τώρα ακόμη δεν θα τολμήσουν να το επαναλάβουν αυτό. Με τη βοήθεια του σοβιετικού ελέγχου και της κομματικής επιλογής, η σοβιετική κυβέρνηση, στην έντονη ατμόσφαιρα της προσπάθειας, έχει εξετάσει τους ληστές και τους τυχοδιώκτες που εμφανίστηκαν στην επιφάνεια τη στιγμή της Επανάστασης ασύγκριτα καλύτερα από οποιαδήποτε κυβέρνηση, οποιαδήποτε στιγμή.
Παλεύουμε. Παλεύουμε σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου. Ο Τύπος είναι ένα όπλο όχι μιας αφηρημένης κοινωνίας, αλλά δύο αδιάλλακτων, οπλισμένων και των προβαλλόμενων πλευρών. Καταστρέφουμε τον Τύπο της Αντεπανάστασης, ακριβώς όπως καταστρέψαμε τις ενισχυμένες θέσεις της, τα καταστήματά της, την επικοινωνία της, και το σύστημα νοημοσύνης της. Στερούμαστε από τις κριτικές των Καντέτων και των Μενσεβίκων για τη διαφθορά της εργατικής τάξης; Σε αντάλλαγμα καταστρέφουμε νικηφόρα τα ίδια τα θεμέλια της καπιταλιστικής διαφθοράς.
Αλλά ο Κάουτσκι πηγαίνει περαιτέρω για να αναπτύξει το θέμα του. Παραπονιέται ότι καταστέλλουμε τις εφημερίδες των Σοσιαλεπαναστατών και των Μενσεβίκων και ακόμη και - τέτοια πράγματα ήταν γνωστά - συλλαμβάνουμε τους ηγέτες τους. Δεν ασχολούμαστε εδώ με «αποχρώσεις απόψεων» στο προλεταριακό ή σοσιαλιστικό κίνημα; Ο σχολικός σχολαστικός δεν βλέπει τα γεγονότα πέρα από τις συνηθισμένες λέξεις τους. Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες, είναι γι’ αυτόν απλά τάσεις στο Σοσιαλισμό, ενώ, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, έχουν μετασχηματιστεί σε μια οργάνωση που εργάζεται σε ενεργό συνεργασία με την Αντεπανάσταση και συνεχίζει ενάντια σε μας έναν ανοικτό πόλεμο. Ο στρατός του Κολτσάκ οργανώθηκε από τους Σοσιαλεπαναστάτες (πώς αυτό το όνομα προεκτείνεται σήμερα σε τσαρλατάνος!), και υποστηρίχθηκε από τους Μενσεβίκους. Και οι δύο συνέχισαν - και συνεχίζουν – εναντίον μας, για ενάμιση χρόνο, έναν πόλεμο στο βόρειο μέτωπο. Οι Μενσεβίκοι που κυβερνούν τον Καύκασο, στο παρελθόν οι σύμμαχοι του Χοενζόλερν, και σήμερα σύμμαχοι του Λόυντ Τζόρτζ, συνέλαβαν και πυροβόλησαν Μπολσεβίκους, μαζί με τους Γερμανούς και Βρετανούς ανώτερους αξιωματικούς. Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες του Κουμπάν Ράντα οργάνωσαν το στρατό του Ντενίκιν. Οι Εσθονοί Μενσεβίκοι που συμμετείχαν στην κυβέρνησή τους, ήταν άμεσα ενδιαφερόμενοι για την τελευταία πρόοδο του Γιουντένιτς ενάντια στο Πέτρογκραντ. Τέτοιες είναι αυτές οι «τάσεις» στο σοσιαλιστικό κίνημα. Ο Κάουτσκι θεωρεί ότι κάποιος μπορεί να είναι σε μια κατάσταση ανοικτού εμφύλιου πολέμου με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι, με τη βοήθεια των στρατευμάτων που οι ίδιοι έχουν οργανώσει για τους Γιουντένιτς, Κολτσάκ και Ντενίκιν, παλεύουν για τις «αποχρώσεις απόψεων» στο Σοσιαλισμό και συγχρόνως να επιτρέψει την Ελευθερία του τύπου εκείνων των αθώων «αποχρώσεων απόψεων» από πίσω μας. Εάν η διαφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Μενσεβίκους θα μπορούσε να επιλυθεί με τη βοήθεια της πειθούς και της ψηφοφορίας - δηλ., εάν δεν υπήρχαν πίσω από τις πλάτες τους οι ρωσικοί και ξένοι Ιμπεριαλιστές - δεν θα υπήρχε κανένας εμφύλιος πόλεμος.
Ο Κάουτσκι, φυσικά, είναι έτοιμος «να καταδικάσει» - μια πρόσθετη σταγόνα μελανιού - τον αποκλεισμό, και την υποστήριξη συνεννόησης με τον Ντενίκιν και τον Λευκό τρόμο. Αλλά με την υψηλή αμεροληψία του δεν μπορεί να αρνηθεί τελευταία ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις. Ο Λευκός τρόμος, βλέπετε, δεν παραβιάζει τις αρχές τους, ενώ οι Μπολσεβίκοι, που χρησιμοποιούν τον Κόκκινο τρόμο, προδίδουν την αρχή «της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής που οι ίδιοι διακήρυξαν.» (Σελίδα 210)
Ποιά είναι η έννοια της αρχής της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής στην πράξη, και που διαφέρει από την εντολή, «Ού φονεύσεις» ο Κάουτσκι δεν εξηγεί. Όταν ένας δολοφόνος υψώνει το μαχαίρι του πάνω από ένα παιδί, μπορεί κάποιος να σκοτώσει το δολοφόνο για να σώσει το παιδί; Με αυτόν τον τρόπο η αρχή «της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής» δεν θα παραβιαστεί; Μπορεί κάποιος να σκοτώσει το δολοφόνο για να σωθεί; Είναι μια εξέγερση των καταπιεσμένων σκλάβων ενάντια στους κυρίους τους επιτρεπτή; Είναι επιτρεπτή αγορά της Ελευθερίας κάποιου με κόστος της ζωής των δεσμοφυλάκων του; Εάν η ανθρώπινη ζωή είναι γενικά ιερή και απαραβίαστη, πρέπει να αμφισβητηθούμε όχι μόνο τη χρήση του τρόμου, όχι μόνο τον πόλεμο, αλλά και την ίδια την Επανάσταση. Ο Κάουτσκι απλά δεν συνειδητοποιεί την αντι-επαναστατική έννοια της «αρχής» που προσπαθεί να επιβάλλει επάνω μας. Αλλού θα δούμε ότι ο Κάουτσκι μας κατηγορεί για τη σύναψη της Ειρήνης του Μπρέστ Λιτόβσκ: κατά την άποψή του οφείλαμε να είχαμε συνεχίσει τον πόλεμο. Αλλά τι θα γινόταν έπειτα η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής; Η ζωή παύει να είναι ιερή όταν είναι ένα θέμα των ανθρώπων που μιλούν μια άλλη γλώσσα, ή ο Κάουτσκι θεωρεί ότι οι μαζικές δολοφονίες που οργανώνονται στις αρχές της στρατηγικής και της τακτικής δεν είναι δολοφονίες καθόλου; Αληθινά είναι δύσκολο να υποβληθεί στην εποχή μας, μια αρχή πιο υποκριτική και πιο ηλίθια. Εφ' όσον η ανθρώπινη δύναμη εργασίας, και, συνεπώς, η ζωή η ίδια, παραμένουν άρθρα της πώλησης και της αγοράς, της εκμετάλλευσης και της ληστείας, η αρχή «της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής» παραμένει ένα επαίσχυντο ψέμα, που εκφράζεται με το αντικείμενο της κράτησης των καταπιεσμένων σκλάβων στις αλυσίδες τους.
Συνηθίζαμε να παλεύουμε ενάντια στην ποινή του θανάτου που εισήχθη από τον Κερένσκι, επειδή εκείνη η ποινική ρήτρα επιβλήθηκε από το στρατοδικείο του παλαιού στρατού στους στρατιώτες που αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σχίσαμε αυτό το όπλο από τα χέρια του παλαιού στρατοδικείου, καταστρέψαμε το ίδιο το στρατοδικείο, και αποστρατεύσαμε τον παλαιό στρατό που τα είχε φέρει εμπρός. Καταστρέφοντας στον Κόκκινο στρατό, και γενικά σε όλη τη χώρα, τους αντι-επαναστατικούς συνωμότες που προσπαθούν με τη βοήθεια των εξεγέρσεων, δολοφονιών, και αποδιοργάνωσης, για να αποκαταστήσουν το παλαιό καθεστώς, ενεργούμε σύμφωνα με τους σιδερένιους νόμους ενός πολέμου στον οποίο επιθυμούμε να εγγυηθούμε τη νίκη μας.
Εάν είναι ένα θέμα η αναζήτηση τυπικών αντιφάσεων, τότε προφανώς πρέπει να την κάνουμε στην πλευρά του Λευκού τρόμου, που είναι το όπλο των τάξεων που θεωρούνται «Χριστιανικές» πατρονάροντας τη φιλοσοφία των ιδεαλιστών και είμαστε σταθερά πεπεισμένοι ότι η προσωπικότητα (η δική τους) είναι ένας αυτοσκοπός. Όσον αφορά σε μας, δεν ενδιαφερθήκαμε ποτέ για Καντιανές-ιερατικές και χορτοφαγικές-Κουακερικές φλυαρίες για «την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής» ,αντιθέτως, είμαστε Επαναστάτες και έχουμε παραμείνει Επαναστάτες στην εξουσία. Για να κάνουμε ιερό το άτομο, πρέπει να καταστρέψουμε την κοινωνική τάξη που το σταυρώνει. Και αυτό το πρόβλημα μπορεί μόνο να λυθεί με το αίμα και σίδερο.
Υπάρχει μια άλλη διαφορά μεταξύ του Λευκού τρόμου και του Κόκκινου, τον οποίο ο Κάουτσκι αγνοεί σήμερα, αλλά που στα μάτια ενός Μαρξιστή είναι αποφασιστικής σημασίας. Ο Λευκός τρόμος είναι το όπλο της ιστορικά αντιδραστικής τάξης. Όταν εκθέσαμε τη ματαιότητα των καταστολών του αστικού κράτους ενάντια στο προλεταριάτο, δεν αρνηθήκαμε ποτέ ότι από τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις η άρχουσα τάξη, υπό ορισμένους όρους, προσωρινά θα καθυστερήσει την ανάπτυξη της κοινωνικής Επανάστασης. Αλλά είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν θα ήταν σε θέση να την φέρουν σε στάση. Στηριχθήκαμε στο γεγονός ότι το προλεταριάτο είναι η ιστορικά αυξανόμενη τάξη, και ότι η αστική κοινωνία δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς αύξηση των δυνάμεων του προλεταριάτου. Η αστική τάξη είναι σήμερα μια μειωμένη τάξη. Όχι μόνο δεν παίζει πλέον ένα βασικό μέρος στην παραγωγή, αλλά οι Ιμπεριαλιστικές της μέθοδοι σφετερισμού καταστρέφουν την οικονομική δομή του κόσμου και του ανθρώπινου πολιτισμού γενικά. Εντούτοις, η ιστορική εμμονή της αστικής τάξης είναι κολοσσιαία. Κρατά στη εξουσία και δεν επιθυμεί να την εγκαταλείψει. Με αυτόν τον τρόπο απειλεί να σύρει μαζί της στην άβυσσο όλη την κοινωνία. Αναγκαζόμαστε να τη σχίσουμε, να την τεμαχίσουμε. Ο Κόκκινος τρόμος είναι ένα όπλο που χρησιμοποιείται ενάντια σε μια τάξη που καταδικάζεται στην καταστροφή, η οποία δεν επιθυμεί να χαθεί. Εάν ο Λευκός τρόμος μπορεί μόνο να καθυστερήσει την ιστορική άνοδο του προλεταριάτου, ο Κόκκινος τρόμος επιταχύνει την καταστροφή της αστικής τάξης. Αυτή η επιτάχυνση - ένα καθαρό θέμα επιτάχυνσης - είναι σε ορισμένες περιόδους αποφασιστικής σπουδαιότητας. Χωρίς τον Κόκκινο τρόμο, η ρωσική αστική τάξη, μαζί με την παγκόσμια αστική τάξη, θα μας στραγγάλιζε πολύ πριν από τον ερχομό της Επανάστασης στην Ευρώπη. Κάποιος πρέπει να είναι τυφλός για να μην δει αυτό, ή απατεώνας για να το αρνηθεί.
Το άτομο που αναγνωρίζει την επαναστατική ιστορική σημασία του ίδιου του γεγονότος της ύπαρξης του σοβιετικού συστήματος πρέπει επίσης να εγκρίνει τον Κόκκινο τρόμο. Ο Κάουτσκι, που, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, έχει καλύψει τα βουνά από έγγραφα με πολεμικές ενάντια στον Κομμουνισμό και την τρομοκρατία, είναι υποχρεωμένος, στο τέλος του φυλλαδίου του, για να αναγνωρίσει τα γεγονότα, και απροσδόκητα να αναγνωρίσει ότι η ρωσική σοβιετική κυβέρνηση είναι σήμερα ο περισσότερος σοβαρός παράγοντας στην παγκόσμια Επανάσταση. «Εντούτοις όσον αφορά τις μπολσεβικικές μεθόδους,» γράφει, «το γεγονός ότι μια προλεταριακή κυβέρνηση σε μια μεγάλη χώρα έχει όχι μόνο την αποκτήσει εξουσία, αλλά την έχει διατηρήσει για δύο έτη μέχρι τώρα, μέσα σε μεγάλες δυσκολίες, αυξάνει εξαιρετικά την αίσθηση της εξουσίας μεταξύ του προλεταριάτου όλων των χωρών. Για την πραγματική επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι με αυτόν τον τρόπο έχουν ολοκληρώσει μια μεγάλη εργασία - grosses geleistet. (Σελίδα 233)
Αυτή η ανακοίνωση μας ζαλίζει ως απολύτως απροσδόκητη αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας από ένα μέρος από όπου είχαμε πάψει να την αναμένουμε πολύ καιρό τώρα. Οι Μπολσεβίκοι έχουν ολοκληρώσει έναν μεγάλο ιστορικό στόχο με την ύπαρξη για δύο έτη ενάντια στον ενωμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αλλά οι Μπολσεβίκοι αντέχουν, όχι μόνο από τις ιδέες, αλλά από το ξίφος. Η αποδοχή του Κάουτσκι είναι μια ακούσια καθιέρωση των μεθόδων του Κόκκινου τρόμου, και συγχρόνως η αποτελεσματικότερη καταδίκη των ίδιων των κριτικών επινοήσεών του.
Ο Κάουτσκι βλέπει έναν από τους λόγους για τον εξαιρετικά αιματηρό χαρακτήρα της Επανάστασης στον πόλεμο και στη σκληρυντική επιρροή του στους τρόπους. Αρκετά αναμφισβήτητο. Αυτή η επιρροή, με όλες τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, να έχουν προβλεφθεί νωρίτερα - περίπου στην περίοδο που ο Κάουτσκι δεν ήταν σίγουρος εάν κάποιος όφειλε να ψηφίσει για τις πολεμικές πιστώσεις ή εναντίον τους.
«Ο Ιμπεριαλισμός έχει σχίσει βίαια την κοινωνία από την ασταθή ισορροπία της» γράψαμε πέντε έτη πριν στο γερμανικό βιβλίο μας, Ο πόλεμος και η Διεθνής. «έχει φυσήξει επάνω στους φράχτες με τους οποίους η Σοσιαλδημοκρατία συγκράτησε το ρεύμα της επαναστατικής ενέργειας του προλεταριάτου και το έχει κατευθύνει στα κανάλια του. Αυτό το τερατώδες ιστορικό πείραμα, που με ένα χτύπημα έχει σπάσει το πίσω μέρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, αντιπροσωπεύει έναν θανάσιμο κίνδυνο για την ίδια την κοινωνία της αστικής τάξης. Το σφυρί έχει παρθεί από το χέρι του εργαζομένου, και έχει αντικατασταθεί από το ξίφος. Ο εργαζόμενος, δεμένος χειροπόδαρα στο μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, έχει εκραγεί ξαφνικά από τη μέση του και μαθαίνει να βάζει τους στόχους της κοινότητας υψηλότερα από την εσωτερική ευτυχία του και από την ζωή την ίδια.
«Με αυτό το όπλο, που ο ίδιος έχει σφυρηλατήσει, στο χέρι του, ο εργαζόμενος τοποθετείται σε μια θέση στην οποία το πολιτικό πεπρωμένο του κράτους εξαρτάται άμεσα από αυτόν. Εκείνοι που στα προηγούμενα χρόνια τον καταπίεσαν και τον περιφρόνησαν, τώρα τον κολακεύουν και τον χαϊδεύουν. Συγχρόνως εισάγεται στις οικείες σχέσεις με τα ίδια όπλα που, σύμφωνα με τον Λασσάλ, αποτελούν το σημαντικότερο αναπόσπαστο τμήμα του συντάγματος. Διασχίζει τα όρια των κρατών, συμμετέχει στις βίαιες επιτάξεις, και κάτω από τα χτυπήματά του οι πόλεις περνούν από το χέρι στο χέρι. Οι αλλαγές πραγματοποιούνται, τις οποίες οι τελευταίες γενεές δεν ονειρεύτηκαν.
«Εάν οι πιο προηγμένοι εργαζόμενοι γνώρισαν ότι η δύναμη ήταν η μητέρα του νόμου, η πολιτική σκέψη τους παρέμεινε ακόμα διαποτισμένη με το πνεύμα της καιροσκοπίας και αυτοαναπροσαρμογής στην αστική νομιμότητα. Σήμερα ο εργαζόμενος έχει μάθει στην πράξη να περιφρονεί εκείνη την νομιμότητα, και να την καταστρέφει βίαια. Οι στατικές στιγμές στην ψυχολογία του δίνουν θέση στις δυναμικές. Τα βαριά πυροβόλα όπλα χτυπούν στο κεφάλι του την ιδέα ότι, σε περιπτώσεις όπου είναι αδύνατο να αποφευχθεί ένα εμπόδιο, παραμένει η δυνατότητα της καταστροφής του. Σχεδόν ολόκληρος ο ενήλικος ανδρικός πληθυσμός περνά μέσω αυτού του σχολείου του πολέμου, φοβερού στον κοινωνικό ρεαλισμό του, ο οποίος φέρνει εμπρός έναν νέο τύπο ανθρωπότητας.
«Σε όλα τα κριτήρια της αστικής κοινωνίας- ο νόμος της, η ηθική της, η θρησκεία της - αυξάνουν τώρα την πυγμή της σιδηράς αναγκαιότητας. «Η αναγκαιότητα δεν ξέρει κανένα νόμο» ήταν η δήλωση του Γερμανού Καγκελαρίου (4 Αυγούστου 1914). Οι Μονάρχες βγαίνουν στην αγορά να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλο για ψέματα στη γλώσσα των ιχθυέμπορων :οι κυβερνήσεις αθετούν τις υποσχέσεις που είχαν κάνει επισήμως, ενώ η εθνική εκκλησία δεσμεύεται ότι ο Κύριος Θεός καταδικάζει το εθνικό πυροβόλο. Δεν είναι προφανές ότι αυτές οι περιστάσεις πρέπει να δημιουργήσουν σημαντικές αλλαγές στην ψυχολογία της εργατικής τάξης, ριζικά να θεραπεύσουν εκείνη της ύπνωσης της νομιμότητας που δημιουργήθηκε μέχρι την περίοδο της πολιτικής στασιμότητας; Οι εύπορες τάξεις, σύντομα, στη θλίψη τους, θα πειστούν γι’ αυτό. Το προλεταριάτο, μετά από το πέρασμα του σχολείου του πολέμου, στο πρώτο σοβαρό εμπόδιο μέσα στη χώρα του θα αισθανθεί την ανάγκη να μιλήσει με τη γλώσσα της δύναμης. «Η αναγκαιότητα δεν ξέρει κανέναν νόμο» θα πέσει στο πρόσωπο εκείνων που προσπαθούν να το σταματήσουν με τους νόμους της αστικής νομιμότητας. Και η φοβερή οικονομική ανάγκη που θα προκύψει κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και ιδιαίτερα στο τέλος του, θα οδηγήσει τις μάζες για να απορρίψουν πάρα πολλούς νόμους». (Σελίδες 56-57)
Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα. Αλλά, βάσει αυτών που ειπώθηκαν παραπάνω, ένα πρέπει να προστεθεί, ότι ο πόλεμος δεν έχει ασκήσει λιγότερη επιρροή στην ψυχολογία των αρχουσών τάξεων. Δεδομένου ότι οι μάζες γίνονται πιο απαιτητικές στις απαιτήσεις τους, η αστική τάξη έχει γίνει πιο άκαμπτη.
Σε περιόδους Ειρήνης, οι κεφαλαιοκράτες συνήθιζαν για να εγγυώνται τα συμφέροντά τους μέσω της «ειρηνικής» ληστείας της μισθωτής εργασίας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου εξυπηρέτησαν τα ίδια συμφέροντα μέσω της καταστροφής αμέτρητων ανθρώπινων ζωών. Αυτό έχει μεταδώσει στη συνείδησή τους ως άρχουσα τάξη ένα νέο «ναπολεόντειο» γνώρισμα. Οι κεφαλαιοκράτες κατά τη διάρκεια του πολέμου έγιναν εξοικειωμένοι στο να στέλνουν στο θάνατό τα εκατομμύρια των σκλάβων - συμπατριωτών και κάτοικων αποικιών - χάριν του άνθρακα, του σιδηροδρόμου, και άλλων κερδών.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου προέκυψαν από τις τάξεις της αστικής τάξης - μεγάλης, μέσης, και μικρής - οι εκατοντάδες χιλιάδες των ανώτερων υπαλλήλων, επαγγελματικοί μαχητές, άτομα των οποίων χαρακτήρας έχει σκληρύνει στη μάχη και έχει ελευθερωθεί από όλους τους εξωτερικούς περιορισμούς: καταρτισμένοι στρατιώτες, έτοιμοι και ικανοί να υπερασπίσουν την προνομιούχο θέση της αστικής τάξης που τους παρήγαγε με μια αγριότητα που, με τον τρόπο της, συνορεύει με τον ηρωισμό.
Η Επανάσταση θα ήταν πιθανώς πιο ανθρώπινη εάν το προλεταριάτο είχε τη δυνατότητα «να εξαγοράσει αυτή τη ζώνη,» όπως ο Μαρξ κάποτε το έθεσε. Αλλά ο Καπιταλισμός κατά τη διάρκεια του πολέμου έχει επιβάλει επάνω σους εργάτες ένα πάρα πολύ μεγάλο φορτίο του χρέους, και έχει υπονομεύσει πάρα πολύ βαθειά τα θεμέλια της παραγωγής, για να μας βάλει σε θέση σοβαρά να συλλογιστούμε για λύτρα, σε αντάλλαγμα των οποίων, η αστική τάξη θα έκανε σιωπηλά την Ειρήνη της με την Επανάσταση. Οι μάζες έχουν χάσει πάρα πολύ αίμα, έχουν υποφέρει πάρα πολύ, έχουν γίνει πάρα πολύ άγριες, για να δεχτούν μια απόφαση που οικονομικά θα ήταν πέρα από την ικανότητά τους.
Σε αυτό πρέπει να προστεθούν κι άλλες περιστάσεις εργαζόμενες στην ίδια κατεύθυνση. Η αστική τάξη των κατακτημένων χωρών, πικραμένη από την ήττα, η ευθύνη για την οποία τείνει να ριχθεί στις μάζες - στους εργαζομένους και τους αγρότες που αποδείχθηκαν ανίκανοι να φέρουν «τον μεγάλο εθνικό πόλεμο» σε νικηφόρο συμπέρασμα. Από αυτήν την άποψη, κάποιος βρίσκει πολύ διδακτικές εξηγήσεις, συγκρινόμενες με την αυθάδειά, αυτές που έδωσε ο Λούντεντορφ στην Επιτροπή της Εθνικής Συνέλευσης. Τα συγκροτήματα του Λούντεντορφ, καίγονται με την επιθυμία να εκδικηθούν για την ταπείνωσή τους στο εξωτερικό, με το αίμα του προλεταριάτου τους. Όσον αφορά στην αστική τάξη των νικηφόρων χωρών, έχει διογκωθεί με υπεροψία και είναι περισσότερο από πάντα έτοιμες να υπερασπιστούν την κοινωνική τους θέση με τη βοήθεια των κτηνωδών μεθόδων που εγγυήθηκαν τη νίκη τους. Έχουμε δει ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να οργανώσει την κατανομή της λείας μεταξύ των ίδιων των βαθμίδων της χωρίς πόλεμο και καταστροφή. Μπορεί, χωρίς μάχη, να εγκαταλείψει συνολικά τη λεία της; Η εμπειρία των τελευταίων πέντε ετών δεν αφήνει καμία αμφιβολία σε αυτό το αποτέλεσμα: εάν ακόμη και προηγουμένως ήταν απολύτως ουτοπιστικό να αναμένεται, ότι η απαλλοτρίωση των εύπορων κατηγοριών - χάρη «στη Δημοκρατία» - θα πραγματοποιούταν ανεπαίσθητα και ανώδυνα, χωρίς εξεγέρσεις, ένοπλες συγκρούσεις, προσπάθειες για Αντεπανάσταση και αυστηρή καταστολή, η παρούσα κατάσταση που έχουμε κληρονομήσει από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προκαθορίζει, διπλά και τριπλά, τον ανήσυχο χαρακτήρα του εμφύλιου πολέμου και της Δικτατορίας του προλεταριάτου.